Ancient Greek-English Dictionary Language

μικρολόγος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μικρολόγος

Structure: μικρολογ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. reckoning trifles;
  2. caring about petty expenses, penurious
  3. cavilling about trifles, captious

Examples

  • εἰσαγέσθω δὴ μετὰ τοῦτον ὁ Δημοσθένησ, καὶ λαμβανέσθω κἀκείνου λέξισ ἐκ μιᾶσ τῶν κατὰ Φιλίππου δημηγορίασ, δι’ ἧσ καὶ αὐτὸσ συγκρίνει τὰ καθ’ ἑαυτὸν ἔργα τοῖσ ἐπὶ τῶν προγόνων καὶ τοὺσ νέουσ δημαγωγοὺσ τοῖσ παλαιοῖσ, οὐ καθ’ ἓν ἔργον ἕκαστον ἀρχαῖον ἔργῳ καινῷ παρατιθεὶσ οὐδὲ πάντα μικρολογῶν συγκρίσει, ἀλλὰ ὅλῃ τῇ θέσει ποιούμενοσ ὅλην τὴν ἀντίθεσιν διεξοδικὴν οὕτωσ· (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 211)
  • Καὶ τὸ ὅλον δὲ τῶν μικρολόγων καὶ τὰσ ἀργυροθήκασ ἔστιν ἰδεῖν εὐρωτιώσασ καὶ τὰσ κλεῖσ ἰωμένασ, καὶ αὐτοὺσ δὲ φοροῦντασ ἐλάττω τῶν μικρῶν τὰ ἱμάτια, καὶ ἐκ ληκυθίων μικρῶν πάνυ ἀλειφομένουσ, καὶ ἐν χρῷ κειρομένουσ, καὶ τὸ μέσον τῆσ ἡμέρασ ὑποδουμένουσ, καὶ πρὸσ τοὺσ γναφεῖσ διατεινομένουσ, ὅπωσ τὸ ἱμάτιον αὐτοῖσ ἕξει πολλὴν γῆν, ἵνα μὴ ῥυπαίνηται ταχύ. (Theophrastus, Characters, 14:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION