Ancient Greek-English Dictionary Language

μιαρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μιαρός μιαρή μιαρόν

Structure: μιαρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: miai/nw

Sense

  1. stained, defiled with blood
  2. defiled, polluted, unclean, brutal, coarse, disgusting, a coarse, brutal

Examples

  • ἀπέστειλεν Ἰάσων ὁ μιαρὸσ θεωροὺσ ἀπὸ Ἱεροσολύμων Ἀντιοχεῖσ ὄντασ παρακομίζοντασ ἀργυρίου δραχμὰσ τριακοσίασ εἰσ τὴν τοῦ Ἡρακλέουσ θυσίαν, ἃσ καὶ ἠξίωσαν οἱ παρακομίσαντεσ μὴ χρῆσθαι πρὸσ θυσίαν διὰ τὸ μὴ καθήκειν, εἰσ ἑτέραν δὲ καταθέσθαι δαπάνην. (Septuagint, Liber Maccabees II 4:19)
  • ηὔχετο δὲ ὁ μιαρὸσ πρὸσ τὸν οὐκέτι αὐτὸν ἐλεήσοντα Δεσπότην, οὕτω λέγων (Septuagint, Liber Maccabees II 9:13)
  • μιαρὸσ γάρ εἰσ ὑπερβολὴν καὶ μόνον τοῦτο ἐκμεμελέτηκεν. (Lucian, Fugitivi, (no name) 29:10)
  • κρεμήσεται γὰρ ἀπὸ τοῦ πώγωνοσ οὕτω μιαρὸσ ὤν. (Lucian, Fugitivi, (no name) 31:12)
  • τὴν δὲ ἐπίδειξιν ταύτην οὐχ ἅπαξ ὁ μιαρόσ, ἀλλὰ πολλάκισ ποιῆσαι λέγεται, καὶ μάλιστα εἴ τινεσ τῶν πλουσίων ἀφίκοιντο νεαλέστεροι. (Lucian, Alexander, (no name) 16:4)

Synonyms

  1. stained

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION