Ancient Greek-English Dictionary Language

μιαρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μιαρός μιαρή μιαρόν

Structure: μιαρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: miai/nw

Sense

  1. stained, defiled with blood
  2. defiled, polluted, unclean, brutal, coarse, disgusting, a coarse, brutal

Examples

  • πολλὰ μὲν γάρ ἐστιν ἃ καὶ αὐτοὶ κατὰ ταὐτὰ τοῖσ πᾶσιν ἀνθρώποισ ὀνομάζουσιν, ἀποφράδα δὲ μόνοι ἐκεῖνοι τὴν μιαρὰν καὶ ἀπευκτὴν καὶ ἀπαίσιον καὶ ἄπρακτον καὶ σοὶ ὁμοίαν ἡμέραν. (Lucian, Pseudologista, (no name) 8:5)
  • αὐτάρ ἐπεὶ Θήρωνα περὶ φρένασ ἤλυθε πλοῦτοσ, αὐτίκα ταῖσ αὐταῖσ ἐτρέφετ’ ἐν δαπάναισ, γαστρὶ χαριζόμενοσ πᾶσαν χάριν οὐ κατὰ κόσμον, τῇ θ’ ὑπὸ τὴν μιαρὰν γαστέρα μαργοσύνῃ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 367 1:2)
  • ὃσ τοσοῦτον καταγελᾷ τῆσ πρὸσ ὑμᾶσ φιλοτιμίασ, ὥστε τὴν μιαρὰν κεφαλὴν ταύτην καὶ ὑπεύθυνον, ἣν οὗτοσ παρὰ πάντασ τοὺσ νόμουσ γέγραφε στεφανῶσαι, μυριάκισ κατατέτμηκε καὶ τούτων μισθοὺσ εἴληφε τραύματοσ ἐκ προνοίασ γραφὰσ γραφόμενοσ, καὶ κατακεκονδύλισται, ὥστε αὐτὸν οἶμαι τὰ τῶν κονδύλων ἴχνη τῶν Μειδίου ἔχειν ἔτι φανερά· (Aeschines, Speeches, , section 2122)

Synonyms

  1. stained

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION