- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεριστής?

1군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: meristēs 고전 발음: [메리떼:] 신약 발음: [매리]

기본형: μεριστής μεριστοῦ

형태분석: μεριστ (어간) + ης (어미)

어원: μερίζω

  1. a divider

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διά τε δὴ ταῦτα μεριστὴ προσηγορεύθη καὶ ὅτι τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον καὶ τῷ φανταστῷ τὸ φανταζόμενον ἀνάγκη συνδιανέμεσθαι καὶ συμπαρήκειν ἡ γὰρ αἰσθητικὴ κίνησις ἰδία ψυχῆς οὖσα κινεῖται πρὸς τὸ αἰσθητὸν ἐκτός: (Plutarch, Compendium libri de animae procreatione in Timaeo, section 5 1:2)

    (플루타르코스, Compendium libri de animae procreatione in Timaeo, section 5 1:2)

  • διαφέρει δ οὐδὲν οὔτ εἰ μεριστὴ ἡ ψυχὴ οὔτ εἰ ἀμερής, ἔχει μέντοι δυνάμεις διαφόρους καὶ τὰς εἰρημένας, ὥσπερ ἐν τῷ καμπύλῳ τὸ κοῖλον καὶ τὸ κυρτὸν ἀδιαχώριστον, καὶ τὸ εὐθὺ καὶ τὸ λευκόν: (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 28:2)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 28:2)

  • εἰλημμένων δὲ τούτων, μετὰ ταῦτα λεκτέον ὅτι ἐπειδὴ δύο μέρη τῆς ψυχῆς, καὶ αἱ ἀρεταὶ κατὰ ταῦτα διῄρηνται, καὶ αἱ μὲν τοῦ λόγον ἔχοντος διανοητικαί, ὧν ἔργον ἀλήθεια, ἢ περὶ τοῦ πῶς ἔχει ἢ περὶ γενέσεως, αἱ δὲ τοῦ ἀλόγου, ἔχοντος δ ὄρεξιν οὐ γὰρ ὁτιοῦν μέρος ἔχει τῆς ψυχῆς ὄρεξιν, εἰ μεριστὴ ἐστίν, ἀνάγκη δὴ φαῦλον τὸ ἦθος καὶ σπουδαῖον εἶναι τῷ διώκειν καὶ φεύγειν ἡδονάς τινας καὶ λύπας. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 73:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 73:1)

유의어

  1. a divider

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION