고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: μελαγχολικός μελαγχολική μελαγχολικόν
Structure: μελαγχολικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | μελαγχολικός | μελαγχολική | μελαγχολικόν |
Genitive | μελαγχολικοῦ | μελαγχολικῆς | μελαγχολικοῦ | |
Dative | μελαγχολικῷ | μελαγχολικῇ | μελαγχολικῷ | |
Accusative | μελαγχολικόν | μελαγχολικήν | μελαγχολικόν | |
Vocative | μελαγχολικέ | μελαγχολική | μελαγχολικόν | |
Dual | N/A/V | μελαγχολικώ | μελαγχολικᾱ́ | μελαγχολικώ |
G/D | μελαγχολικοῖν | μελαγχολικαῖν | μελαγχολικοῖν | |
Plural | Nominative | μελαγχολικοί | μελαγχολικαί | μελαγχολικά |
Genitive | μελαγχολικῶν | μελαγχολικῶν | μελαγχολικῶν | |
Dative | μελαγχολικοῖς | μελαγχολικαῖς | μελαγχολικοῖς | |
Accusative | μελαγχολικούς | μελαγχολικᾱ́ς | μελαγχολικά | |
Vocative | μελαγχολικοί | μελαγχολικαί | μελαγχολικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | μελαγχολικός μελαγχολικοῦ | μελαγχολικώτερος μελαγχολικωτεροῦ | μελαγχολικώτατος μελαγχολικωτατοῦ |
Adverb | μελαγχολικώς | μελαγχολικώτερον | μελαγχολικώτατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기