Ancient Greek-English Dictionary Language

μαχητικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μαχητικός μαχητική μαχητικόν

Structure: μαχητικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. inclined to battle or war, quarrelsome, restive

Examples

  • "ἀναιρεῖν γὰρ εἶναι τὸν Ἄρην φησίν, ἀρχὰσ διδοὺσ τοῖσ τὸ μαχητικὸν ἐν ἡμῖν καὶ διάφορον καὶ θυμοειδὲσ Ἄρην κεκλῆσθαι νομίζουσιν. (Plutarch, Amatorius, section 13 2:25)
  • ὀρθῶσ δὲ πρὸσ τοῦτο καὶ τὴν ἐξ Ἄρεωσ καὶ Ἀφροδίτησ γεγονέναι λεγομένην θεὸν τῇ πόλει συνῳκείωσαν, ὡσ, ὅπου τὸ μαχητικὸν καὶ πολεμικὸν μάλιστα τῷ μετέχοντι πειθοῦσ καὶ χαρίτων ὁμιλεῖ καὶ σύνεστιν, εἰσ τὴν ἐμμελεστάτην καὶ κοσμιωτάτην πολιτείαν δι’ Ἁρμονίασ καθισταμένων ἁπάντων. (Plutarch, Pelopidas, chapter 19 2:1)
  • τὸ μὲν ἁμιλλητικὸν αὐτῆσ τιθέντασ, τὸ δὲ μαχητικόν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 55:6)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION