Ancient Greek-English Dictionary Language

μαχητικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μαχητικός μαχητική μαχητικόν

Structure: μαχητικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. inclined to battle or war, quarrelsome, restive

Examples

  • οὐ γὰρ μαχητικοὶ περὶ κέρδουσ. (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 12 19:6)
  • τοιοῦτοι δ’ οἱ εὔκολοι καὶ μὴ ἐλεγκτικοὶ τῶν ἁμαρτανομένων καὶ μὴ φιλόνικοι μηδὲ δυσέριδεσ πάντεσ γὰρ οἱ τοιοῦτοι μαχητικοί, οἱ δὲ μαχόμενοι τἀναντία φαίνονται βούλεσθαι, καὶ οἱ ἐπιδέξιοι καὶ τῷ τωθάσαι καὶ τῷ ὑπομεῖναι· (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 4 12:2)
  • μαχητικοὶ γὰρ οἱ τοιοῦτοι. (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 4 19:3)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION