헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λόχος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λόχος λόχου

형태분석: λοχ (어간) + ος (어미)

어원: le/gw

  1. 매복, 잠복
  2. 출산
  1. ambush
  2. The place of an ambush: ambuscade
  3. A body of men for ambush, armed band
  4. childbirth
  5. a file in the phalanx

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λόχος

매복이

λόχω

매복들이

λόχοι

매복들이

속격 λόχου

매복의

λόχοιν

매복들의

λόχων

매복들의

여격 λόχῳ

매복에게

λόχοιν

매복들에게

λόχοις

매복들에게

대격 λόχον

매복을

λόχω

매복들을

λόχους

매복들을

호격 λόχε

매복아

λόχω

매복들아

λόχοι

매복들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἤκουον γάρ, οἶμαι, τῶν σκοπῶν ἀλλόκοτα ὑπὲρ τῆσ στρατιᾶσ αὐτοῦ ἀγγελλόντων, ὡσ ἡ μὲν φάλαγξ αὐτῷ καὶ οἱ λόχοι γυναῖκεσ εἰε͂ν ἔκφρονεσ καὶ μεμηνυῖαι, κιττῷ ἐστεμμέναι, νεβρίδασ ἐνημμέναι, δοράτια μικρὰ ἔχουσαι ἀσίδηρα, κιττοποίητα καὶ ταῦτα, καί τινα πελτάρια, κοῦφα, βομβοῦντα, εἴ τισ μόνον προσάψαιτο ‐ ἀσπίσι γὰρ εἴκαζον, οἶμαι,τὰ τύμπανα ‐ ‐ ὀλίγουσ δέ τινασ ἀγροίκουσ νεανίσκουσ ἐνεῖναι, γυμνούσ, κόρδακα ὀρχουμένουσ, οὐρὰσ ἔχοντασ, κεράστασ, οἱᾶ τοῖσ ἄρτι γεννηθεῖσιν ἐρίφοισ ὑποφύεται. (Lucian, (no name) 1:2)

    (루키아노스, (no name) 1:2)

  • Τὸ δὲ ἱππικὸν σύμπαν κατὰ ἴλασ καὶ λόχουσ ὀκτὼ συντεταγμένον ἐφεστάτω τοῖσ πεζοῖσ, τὸ μὲν τοῖσ κέρασιν ἑκατέροισ προβολὴν ἔχον τοὺσ ὁπλίτασ πρὸ σφῶν καὶ τοὺσ τοξότασ, λόχοι δύο· (Arrian, Acies Contra Alanos 27:1)

    (아리아노스, Acies Contra Alanos 27:1)

  • τὸ δὲ τῇ μέσῃ φάλαγγι, λόχοι ἕξ μημιον. (Arrian, Acies Contra Alanos 28:1)

    (아리아노스, Acies Contra Alanos 28:1)

  • ᾑρέθην γὰρ ἐν μάχῃ, ἣν οἱ θανόντων ἑπτὰ δεσποτῶν λόχοι ἠγωνίσαντο ῥεῦμα Διρκαῖον πάρα· (Euripides, Suppliants, episode2)

    (에우리피데스, Suppliants, episode2)

  • ἐπειδὰν οὖν πολλοὶ ἐφεξῆσ λόχοι ταχθῶσι, συλλοχισμὸσ τὸ τοιόνδε καλεῖται. (Arrian, chapter 7 2:4)

    (아리아노스, chapter 7 2:4)

유의어

  1. 매복

  2. The place of an ambush

  3. A body of men for ambush

  4. 출산

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION