Ancient Greek-English Dictionary Language

λισσός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λισσός λισσή λισσόν

Structure: λισς (Stem) + ος (Ending)

Etym.: li/s2

Sense

  1. smooth

Examples

  • ἰὼ λάμπουσα πέτρα πυρὸσ δικόρυφον σέλασ ὑπὲρ ἄκρων βακχειῶν Διονύσου, οἴνα θ’ ἃ καθαμέριον στάζεισ τὸν πολύκαρπον οἰνάνθασ ἱεῖσα βότρυν, ζάθεά τ’ ἄντρα δράκοντοσ οὔ‐ ρειαί τε σκοπιαὶ θεῶν νιφόβολόν τ’ ὄροσ ἱερόν, εἱ‐ λίσσων ἀθανάτασ θεοῦ χορὸσ γενοίμαν ἄφοβοσ παρὰ μεσόμφαλα γύαλα Φοί‐ βου Δίρκαν προλιποῦσα. (Euripides, Phoenissae, choral, mesode1)

Synonyms

  1. smooth

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION