Ancient Greek-English Dictionary Language

λισσός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λισσός λισσή λισσόν

Structure: λισς (Stem) + ος (Ending)

Etym.: li/s2

Sense

  1. smooth

Examples

  • πόθεν δέ μοι γένοιτ’ ἂν αἰθέροσ θρόνοσ, πρὸσ ὃν νέφη μυδηλὰ γίγνεται χιών, ἢ λισσὰσ αἰγίλιψ ἀπρόσ‐ δεικτοσ οἰόφρων κρεμὰσ γυπιὰσ πέτρα, βαθὺ πτῶμα μαρτυροῦσά μοι, πρὶν δαί̈κτοροσ βίᾳ καρδίασ γάμου κυρῆσαι; (Aeschylus, Suppliant Women, choral, strophe 21)

Synonyms

  1. smooth

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION