헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λειμών

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λειμών λειμῶνος

형태분석: λειμων (어간)

어원: lei/bw

  1. 메, 들
  2. 음문
  1. meadow
  2. (vulgar) vagina

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λειμών

메가

λειμῶνε

메들이

λειμῶνες

메들이

속격 λειμῶνος

메의

λειμώνοιν

메들의

λειμώνων

메들의

여격 λειμῶνι

메에게

λειμώνοιν

메들에게

λειμῶσιν*

메들에게

대격 λειμῶνα

메를

λειμῶνε

메들을

λειμῶνας

메들을

호격 λειμών

메야

λειμῶνε

메들아

λειμῶνες

메들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ ταὼσ ἦροσ ἀρχομένου πρὸσ λειμῶνὰ τινα ἐλθών, ὁπότε καὶ τὰ ἄνθη πρόεισιν οὐ ποθεινότερα μόνον, ἀλλὰ καὶ ὡσ ἂν εἴποι τισ ἀνθηρότερα καὶ τὰσ βαφὰσ καθαρώτερα, τότε καὶ οὗτοσ ἐκπετάσασ τὰ πτερὰ καὶ ἀναδείξασ τῷ ἡλίῳ καὶ τὴν οὐρὰν ἐπάρασ καὶ πάντοθεν αὑτῷ περιστήσασ ἐπιδείκνυται τὰ ἄνθη τὰ αὑτοῦ καὶ τὸ ἐάρ τῶν πτερῶν ὥσπερ αὐτὸν προκαλοῦντοσ τοῦ λειμῶνοσ ἐσ τὴν ἅμιλλαν· (Lucian, De Domo, (no name) 11:1)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 11:1)

  • πῶσ οὖν ἔτ’ ἂν γένοιτ’ ἂν ἰσχυρὰ πόλισ, ὅταν τισ ὡσ λειμῶνοσ ἠρινοῦ στάχυν τόλμασ ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέουσ; (Euripides, Suppliants, episode 2:13)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 2:13)

  • "διὸ δὴ καὶ κατὰ μέσον χειμῶνα τῆσ ὑποδοχῆσ τότε γενηθείσησ παράδοξοσ ἡ φαντασία τοῖσ ξένοισ κατέστη, τὰ γὰρ εἰσ μίαν εὑρεθῆναι στεφάνωσιν οὐκ ἂν δυνηθέντα ἐν ἄλλῃ πόλει ῥᾳδίωσ, ταῦτα καὶ τῷ πλήθει τῶν κατακειμένων ἐχορηγεῖτο εἰσ τοὺσ στεφάνουσ ἀφθόνωσ καὶ εἰσ τὸ τῆσ σκηνῆσ ἔδαφοσ κατεπέπαστο χύδην, θείου τινὸσ ὡσ ἀληθῶσ ἀποτελοῦντα λειμῶνοσ πρόσοψιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 19 3:82)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 19 3:82)

  • προϊόντεσ δὲ διὰ λειμῶνοσ εὐανθοῦσ ἐντυγχάνομεν τοῖσ φρουροῖσ καὶ περιπόλοισ, οἱ δὲ δήσαντεσ ἡμᾶσ ῥοδίνοισ στεφάνοισ· (Lucian, Verae Historiae, book 2 6:2)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 2 6:2)

  • ἐν δὲ Κενταύρῳ, ὅπερ δρᾶμα πολύμετρόν ἐστιν, λειμῶνοσ τέκνα· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 88 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 88 1:2)

유의어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION