- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λαγχάνω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: lanchanō 고전 발음: [랑카노:] 신약 발음: [랑카노]

기본형: λαγχάνω

형태분석: λαγχάν (어간) + ω (인칭어미)

어원: from Root ΛΑΧ

  1. 얻다, 획득하다, 손에 넣다, 받다, 건지다
  2. 홀리다
  3. 당기다, 그리다, 끌다, 묘사하다
  4. 수여하다, 맞다, 적절해 보이다, 증여하다
  1. to obtain by lot, by fate, by the will of the gods, I had, for my portion, to be the tutelary deity of, to protect it, had their post assigned
  2. to obtain, by lot, he who had the lot, those on whom the lot fell
  3. to obtain leave to bring on, to bring an action
  4. to get one's share of, become possessed of
  5. to draw, the lot, cast lots
  6. to put in possession of, to grant, the right
  7. to fall to one's lot or share

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λαγχάνω

λαγχάνεις

λαγχάνει

쌍수 λαγχάνετον

λαγχάνετον

복수 λαγχάνομεν

λαγχάνετε

λαγχάνουσι(ν)

접속법단수 λαγχάνω

λαγχάνῃς

λαγχάνῃ

쌍수 λαγχάνητον

λαγχάνητον

복수 λαγχάνωμεν

λαγχάνητε

λαγχάνωσι(ν)

기원법단수 λαγχάνοιμι

λαγχάνοις

λαγχάνοι

쌍수 λαγχάνοιτον

λαγχανοίτην

복수 λαγχάνοιμεν

λαγχάνοιτε

λαγχάνοιεν

명령법단수 λάγχανε

λαγχανέτω

쌍수 λαγχάνετον

λαγχανέτων

복수 λαγχάνετε

λαγχανόντων, λαγχανέτωσαν

부정사 λαγχάνειν

분사 남성여성중성
λαγχανων

λαγχανοντος

λαγχανουσα

λαγχανουσης

λαγχανον

λαγχανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λαγχάνομαι

λαγχάνει, λαγχάνῃ

λαγχάνεται

쌍수 λαγχάνεσθον

λαγχάνεσθον

복수 λαγχανόμεθα

λαγχάνεσθε

λαγχάνονται

접속법단수 λαγχάνωμαι

λαγχάνῃ

λαγχάνηται

쌍수 λαγχάνησθον

λαγχάνησθον

복수 λαγχανώμεθα

λαγχάνησθε

λαγχάνωνται

기원법단수 λαγχανοίμην

λαγχάνοιο

λαγχάνοιτο

쌍수 λαγχάνοισθον

λαγχανοίσθην

복수 λαγχανοίμεθα

λαγχάνοισθε

λαγχάνοιντο

명령법단수 λαγχάνου

λαγχανέσθω

쌍수 λαγχάνεσθον

λαγχανέσθων

복수 λαγχάνεσθε

λαγχανέσθων, λαγχανέσθωσαν

부정사 λαγχάνεσθαι

분사 남성여성중성
λαγχανομενος

λαγχανομενου

λαγχανομενη

λαγχανομενης

λαγχανομενον

λαγχανομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐβουλόμην μέν, ὦ ἄνδρες δικασταί, μὴ λίαν οὕτως Ἁγνόθεον πρὸς χρήματ ἔχειν αἰσχρῶς, ὥστε τοῖς ἀλλοτρίοις ἐπιβουλεύειν καὶ δίκας τοιαύτας λαγχάνειν, ἀλλ ὄντα γε οὖν ἀδελφιδοῦν ἐμὸν καὶ κύριον τῆς πατρῴας οὐσίας οὐ μικρᾶς ἀλλ ἱκανῆς ὥστε καὶ λειτουργεῖν, ὑφ ἡμῶν αὐτῷ παραδοθείσης, ταύτης ἐπιμελεῖσθαι, τῶν δ ἐμῶν μὴ ἐπιθυμεῖν: (Dionysius of Halicarnassus, chapter 83)

    (디오니시오스, chapter 83)

  • τί φέρτερον ἢ θεοῖσιν φίλον ἐόντα παντο[δα]πῶν λαγχάνειν ἄπο μοῖρα[ν ἐς]θλῶν· (Bacchylides, , epinicians, ode 4 Pu/qia.> 2:9)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 4 Pu/qia.> 2:9)

  • κληροῦσι δὲ καὶ <τοὺς> τετταράκοντα, τέτταρας ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης, πρὸς οὓς τὰς ἄλλας δίκας λαγχάνουσιν. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 53 1:1)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 53 1:1)

  • ὅταν δὲ μὴ εἰδῇ τὸν ποιήσαντα, τῷ δράσαντι λαγχάνει, δικάζει δ ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ φυλοβασιλεῖς, καὶ τὰς τῶν ἀψύχων καὶ τῶν ἄλλων ζῴων. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 57 4:4)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 57 4:4)

  • καὶ γὰρ ἄρχουσι καὶ δικάζουσι καὶ συμβουλεύουσι καὶ νομοθετοῦσι καὶ κολάζουσι καὶ τιμῶσιν ὡς πόλεων οὐσῶν ἐν αἷς πολιτεύονται, βουλευτῶν δὲ καὶ δικαστῶν ἀεὶ τῶν λαγχανόντων, στρατηγῶν δὲ τῶν χειροτονουμένων, νόμων δὲ τῶν Κλεισθένους καὶ Λυκούργου καὶ Σόλωνος, οὓς φαύλους καὶ ἀνοήτους γεγονέναι λέγουσιν. (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 32)

    (플루타르코스, De Stoicorum repugnantiis, section 32)

유의어

  1. to obtain leave to bring on

  2. 홀리다

  3. 당기다

  4. to fall to one's lot or share

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION