헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κλινοποιός

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κλινοποιός κλινοποιοῦ

어원: poie/w

  1. making beds or bedsteads, an upholsterer

예문

  • τί δὲ ὁ κλινοποιόσ; (Plato, Republic, book 10 49:1)

    (플라톤, Republic, book 10 49:1)

  • ζωγράφοσ δή, κλινοποιόσ, θεόσ, τρεῖσ οὗτοι ἐπιστάται τρισὶν εἴδεσι κλινῶν. (Plato, Republic, book 10 64:1)

    (플라톤, Republic, book 10 64:1)

  • ταῦτα δὴ οἶμαι εἰδὼσ ὁ θεόσ, βουλόμενοσ εἶναι ὄντωσ κλίνησ ποιητὴσ ὄντωσ οὔσησ, ἀλλὰ μὴ κλίνησ τινὸσ μηδὲ κλινοποιόσ τισ, μίαν φύσει αὐτὴν ἔφυσεν. (Plato, Republic, book 10 72:1)

    (플라톤, Republic, book 10 72:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION