Ancient Greek-English Dictionary Language

κρυπτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κρυπτός κρυπτή κρυπτόν

Structure: κρυπτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kru/ptw의 분사형,

Sense

  1. concealed, private, hidden, secret

Examples

  • κρυπτὸσ δ’ ἐν ἄντροισ τῆσ ὑπαργύρου χθονὸσ ἀνθρωποδαίμων κείσεται βλέπων φάοσ, Βάκχου προφήτησ ὥστε Παγγαίου πέτραν ᾤκησε, σεμνὸσ τοῖσιν εἰδόσιν θεόσ. (Euripides, Rhesus, episode, antistrophe 1 4:14)
  • ἀλλ’ ὦ γυναῖκεσ οὐκ ἐλινύειν ἐχρῆν, ἀλλὰ σκοπεῖν τὸν ἄνδρα καὶ ζητεῖν ὅπου λέληθεν ἡμᾶσ κρυπτὸσ ἐγκαθήμενοσ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode18)
  • Αἴγισθοσ ἦν ὁ κρυπτὸσ ἐν δόμοισ πόσισ. (Euripides, episode, iambic 11:9)
  • ἀλλ’ ὁ κρυπτὸσ τῆσ καρδίασ ἄνθρωποσ ἐν τῷ ἀφθάρτῳ τοῦ ἡσυχίου καὶ πραέωσ πνεύματοσ, ὅ ἐστιν ἐνώπιον τοῦ θεοῦ πολυτελέσ. (PETROU A, chapter 2 34:1)

Synonyms

  1. concealed

Derived

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION