헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κρίσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κρίσις κρίσεως

형태분석: κρισι (어간) + ς (어미)

어원: kri/nw

  1. 판단, 결정, 판결, 의견
  2. 재판, 문장, 혐의, 공격
  3. 다툼, 분쟁, 말다툼
  1. decision, determination, judgment
  2. trial, sentence, accusation
  3. quarrel, dispute
  4. turning point or decisive point of disease progression

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κρίσις

판단이

κρίσει

판단들이

κρίσεις

판단들이

속격 κρίσεως

판단의

κρίσοιν

판단들의

κρίσεων

판단들의

여격 κρίσει

판단에게

κρίσοιν

판단들에게

κρίσεσιν*

판단들에게

대격 κρίσιν

판단을

κρίσει

판단들을

κρίσεις

판단들을

호격 κρίσι

판단아

κρίσει

판단들아

κρίσεις

판단들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ᾔδειν γὰρ ὅτι συντάξει τοῖσ υἱοῖσ αὐτοῦ καὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ μετ̓ αὐτόν, καὶ φυλάξουσι τὰσ ὁδοὺσ Κυρίου ποιεῖν δικαιοσύνην καὶ κρίσιν, ὅπωσ ἂν ἐπαγάγῃ Κύριοσ ἐπὶ Ἁβραὰμ πάντα, ὅσα ἐλάλησε πρὸσ αὐτόν. (Septuagint, Liber Genesis 18:19)

    (70인역 성경, 창세기 18:19)

  • μηδαμῶσ σὺ ποιήσεισ ὡσ τὸ ρῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦσ, καὶ ἔσται ὁ δίκαιοσ ὡσ ὁ ἀσεβήσ. μηδαμῶσ. ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν γῆν, οὐ ποιήσεισ κρίσιν̣ (Septuagint, Liber Genesis 18:25)

    (70인역 성경, 창세기 18:25)

  • εἶπαν δὲ αὐτῷ. ἀπόστα ἐκεῖ. εἰσῆλθεσ παροικεῖν. μὴ καὶ κρίσιν κρίνειν̣ νῦν οὖν σὲ κακώσωμεν μᾶλλον ἢ ἐκείνουσ. καὶ παρεβιάζοντο τὸν ἄνδρα τὸν Λὼτ σφόδρα. καὶ ἤγγισαν συντρίψαι τὴν θύραν. (Septuagint, Liber Genesis 19:9)

    (70인역 성경, 창세기 19:9)

  • καὶ λέγει Μωυσῆσ τῷ γαμβρῷ, ὅτι παραγίνεται πρόσ με ὁ λαὸσ ἐκζητῆσαι κρίσιν παρὰ τοῦ Θεοῦ. (Septuagint, Liber Exodus 18:15)

    (70인역 성경, 탈출기 18:15)

  • οὐκ ἔσῃ μετὰ πλειόνων ἐπὶ κακίᾳ. οὐ προστεθήσῃ μετὰ πλήθουσ ἐκκλῖναι μετὰ τῶν πλειόνων, ὥστε ἐκκλῖναι κρίσιν. (Septuagint, Liber Exodus 23:2)

    (70인역 성경, 탈출기 23:2)

유의어

  1. 판단

  2. 다툼

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION