Ancient Greek-English Dictionary Language

κρᾶσις

Third declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κρᾶσις κράσεως

Structure: κρασι (Stem) + ς (Ending)

Etym.: kera/nnumi

Sense

  1. mixture, compound, union
  2. temperature, climate
  3. temperament
  4. (grammar) crasis (e.g. τὸ ἔλαιον > τοὔλαιον)

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ κράσεσιν ἢ μένειν ἀναγκαῖον ἢ μὴ μένειν, ἀλλ’ ἐφθάρθαι τὰ πέρατα τῶν σωμάτων. (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 40 6:3)
  • τοιαῦτα δὲ ὅσα ταχὺ ἀναλίσκεται, οἱο͂ν τὰ ἐδώδιμα, ἢ τὰ εὐμετάβλητα σχήμασιν ἢ χρώμασιν ἢ κράσεσιν, ἢ ἃ πολλαχοῦ ἀφανίσαι εὔπορον· (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 12 33:2)
  • "δῆλον γὰρ ὅτι καὶ περὶ ἐλαίου καὶ περὶ γάλακτοσ μέλιτὸσ τε καὶ ὁμοίωσ τῶν ἄλλων διεξιόντεσ ἀποδρασόμεθα τὸ λέγειν περὶ ἑκάστου, ὁποῖον τῇ φύσει ἐστί, μίξεσι ταῖσ πρὸσ ἄλληλα καὶ κράσεσιν ἕκαστον γίγνεσθαι φάσκοντεσ. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 3, 3:2)
  • "ὑπό τε δὴ τούτων εἰκόσ ἐστι ξενοπαθεῖν τὰ σώματα καὶ παραλλάττειν ταῖσ κράσεσιν ἡσυχῆ ποιότητα καὶ περίττωμα ποιούντων ἴδιον, τήν τε τάξιν αὖ τῶν ἐδεστῶν καὶ μετακόσμησιν οὐ μικρὰν ἔχειν διαφοράν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 8, 16:31)
  • μείζονι μέν, ἂν αὐτῷ τῷ ὀφθαλμῷ πιστεύωμεν ἢ καρποῖσ ἢ κράσεσιν ἀέρων πρὸσ τὴν τῶν κλιμάτων κρίσιν, ἐλάττονι δ’, ἂν δι’ ὀργάνων γνωμονικῶν ἢ διοπτρικῶν. (Strabo, Geography, book 2, chapter 1 68:5)

Synonyms

  1. temperament

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION