헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κόλπος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κόλπος κόλπου

형태분석: κολπ (어간) + ος (어미)

  1. 품, 무릎, 한 바퀴
  2. 자궁, 모태
  3. 호주머니, 포켓, 주머니
  4. 만, 바다
  1. bosom, lap
  2. womb
  3. a fold in fabric around the bosom
  4. any hollow space, pocket
  5. especially of water, the hollow between waves
  6. gulf, bay, creek

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κόλπος

품이

κόλπω

품들이

κόλποι

품들이

속격 κόλπου

품의

κόλποιν

품들의

κόλπων

품들의

여격 κόλπῳ

품에게

κόλποιν

품들에게

κόλποις

품들에게

대격 κόλπον

품을

κόλπω

품들을

κόλπους

품들을

호격 κόλπε

품아

κόλπω

품들아

κόλποι

품들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριοσ πάλιν. εἰσένεγκον τὴν χεῖρά σου εἰσ τὸν κόλπον σου. καὶ εἰσήνεγκε τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰσ τὸν κόλπον αὐτοῦ. καὶ ἐξήνεγκε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐκ τοῦ κόλπου αὐτοῦ, καὶ ἐγενήθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὡσεὶ χιών. (Septuagint, Liber Exodus 4:6)

    (70인역 성경, 탈출기 4:6)

  • καὶ εἶπε πάλιν. εἰσένεγκον τὴν χεῖρά σου εἰσ τὸν κόλπον σου. καὶ εἰσήνεγκε τὴν χεῖρα εἰσ τὸν κόλπον αὐτοῦ. καὶ ἐξήνεγκεν αὐτὴν ἐκ τοῦ κόλπου αὐτοῦ, καὶ πάλιν ἀποκατέστη εἰσ τὴν χρόαν τῆσ σαρκὸσ αὐτῆσ. (Septuagint, Liber Exodus 4:7)

    (70인역 성경, 탈출기 4:7)

  • καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ πρὸσ τὴν γυναῖκα. δόσ μοι τὸν υἱόν σου. καὶ ἔλαβεν αὐτὸν ἐκ τοῦ κόλπου αὐτῆσ καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν εἰσ τὸ ὑπερῷον, ἐν ᾧ αὐτὸσ ἐκάθητο ἐκεῖ, καὶ ἐκοίμισεν αὐτὸν ἐπὶ τῆσ κλίνησ. (Septuagint, Liber I Regum 17:19)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 17:19)

  • καὶ ἐτροπώθη ὁ πόλεμοσ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καὶ ὁ βασιλεὺσ ἦν ἑστηκὼσ ἐπὶ τοῦ ἅρματοσ ἐξεναντίασ Συρίασ ἀπὸ πρωί̈ ἕωσ ἑσπέρασ καὶ ἐπέχυνε τὸ αἷμα ἀπὸ τῆσ πληγῆσ εἰσ τὸν κόλπον τοῦ ἅρματοσ. καὶ ἀπέθανεν ἑσπέρασ, καὶ ἐξεπορεύετο τὸ αἷμα τῆσ τροπῆσ ἕωσ τοῦ κόλπου τοῦ ἅρματοσ. (Septuagint, Liber I Regum 22:35)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 22:35)

  • ἱνατί ἀποστρέφεισ τὴν χεῖρά σου καὶ τὴν δεξιάν σου ἐκ μέσου τοῦ κόλπου σου εἰσ τέλοσ̣ (Septuagint, Liber Psalmorum 73:11)

    (70인역 성경, 시편 73:11)

유의어

  1. 자궁

  2. 호주머니

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION