헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κόλπος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κόλπος κόλπου

형태분석: κολπ (어간) + ος (어미)

  1. 품, 무릎, 한 바퀴
  2. 자궁, 모태
  3. 호주머니, 포켓, 주머니
  4. 만, 바다
  1. bosom, lap
  2. womb
  3. a fold in fabric around the bosom
  4. any hollow space, pocket
  5. especially of water, the hollow between waves
  6. gulf, bay, creek

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κόλπος

품이

κόλπω

품들이

κόλποι

품들이

속격 κόλπου

품의

κόλποιν

품들의

κόλπων

품들의

여격 κόλπῳ

품에게

κόλποιν

품들에게

κόλποις

품들에게

대격 κόλπον

품을

κόλπω

품들을

κόλπους

품들을

호격 κόλπε

품아

κόλπω

품들아

κόλποι

품들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λαμβάνοντοσ δῶρα ἀδίκωσ ἐν κόλποισ οὐ κατευοδοῦνται ὁδοί, ἀσεβὴσ δὲ ἐκκλίνει ὁδοὺσ δικαιοσύνησ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 17:25)

    (70인역 성경, 잠언 17:25)

  • πρῷραι ναῶν, ὠκείαισ Ἴλιον ἱερὰν αἳ κώπαισ δι’ ἅλα πορφυροειδέα καὶ λιμένασ Ἑλλάδοσ εὐόρμουσ αὐλῶν παιᾶνι στυγνῷ συρίγγων τ’ εὐφθόγγων φωνᾷ βαίνουσαι πλεκτὰν Αἰγύπτου παιδείαν ἐξηρτήσασθ’, αἰαῖ, Τροίασ ἐν κόλποισ τὰν Μενελάου μετανισόμεναι στυγνὰν ἄλοχον, Κάστορι λώβαν τῷ τ’ Εὐρώτᾳ δυσκλείαν, ἃ σφάζει μὲν τὸν πεντήκοντ’ ἀροτῆρα τέκνων Πρίαμον, ἐμέ τε μελέαν Ἑκάβαν ἐσ τάνδ’ ἐξώκειλ’ ἄταν. (Euripides, The Trojan Women, choral, lyric1)

    (에우리피데스, The Trojan Women, choral, lyric1)

  • πτανὸσ γὰρ ἐν κόλποισ σε Λή‐ δασ ἐτέκνωσε πατήρ. (Euripides, Helen, choral, strophe 23)

    (에우리피데스, Helen, choral, strophe 23)

  • νῦν πείθομαί γε καὶ Δία ποτὲ γενέσθαι χρυσὸν τίσ γὰρ οὐκ ἂν παρθένοσ ἀναπεπταμένοισ τοῖσ κόλποισ ὑπεδέξατο οὕτω καλὸν ἐραστὴν διὰ τοῦ τέγουσ καταρρέοντα; (Lucian, Timon, (no name) 41:9)

    (루키아노스, Timon, (no name) 41:9)

  • Ἐρέβουσ δ’ ἐν ἀπείροσι κόλποισ τίκτει πρώτιστον ὑπηνέμιον Νὺξ ἡ μελανόπτεροσ ᾠόν, ἐξ οὖ περιτελλομέναισ ὡρ́αισ ἔβλαστεν Ἔρωσ ὁ ποθεινόσ, στίλβων νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν, εἰκὼσ ἀνεμώκεσι δίναισ. (Aristophanes, Birds, Parabasis, parabasis4)

    (아리스토파네스, Birds, Parabasis, parabasis4)

유의어

  1. 자궁

  2. 호주머니

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION