헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κόλασις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κόλασις κόλασεως

형태분석: κολασι (어간) + ς (어미)

어원: kola/zw

  1. 처벌, 벌, 방법, 지움
  1. chastisement, correction, punishment

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κόλασις

처벌이

κολάσει

처벌들이

κολάσεις

처벌들이

속격 κολάσεως

처벌의

κολάσοιν

처벌들의

κολάσεων

처벌들의

여격 κολάσει

처벌에게

κολάσοιν

처벌들에게

κολάσεσιν*

처벌들에게

대격 κόλασιν

처벌을

κολάσει

처벌들을

κολάσεις

처벌들을

호격 κόλασι

처벌아

κολάσει

처벌들아

κολάσεις

처벌들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ ἐὰν ὀργίλωσ με διάθησθε διὰ τῆσ ἀπειθείασ ὑμῶν, ἀναγκάσετέ με ἐπὶ δειναῖσ κολάσεσιν ἕνα ἕκαστον ὑμῶν διὰ τῶν βασάνων ἀπολέσαι. (Septuagint, Liber Maccabees IV 8:9)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 8:9)

  • οἱ δ’ ἐπιμελείσθωσαν, κολάζοντεσ τοὺσ ἀδικοῦντασ νέουσ μὲν ὄντασ ἔτι πληγαῖσ καὶ δεσμοῖσ, μέχριπερ ἂν ἐτῶν ἄνδρεσ μὲν τυγχάνωσιν ὄντεσ τριάκοντα, γυναῖκεσ δὲ δέκα πλείοσιν ἔτεσιν κολαζέσθωσαν ταῖσ αὐταῖσ κολάσεσιν. (Plato, Laws, book 11 127:1)

    (플라톤, Laws, book 11 127:1)

  • συνόδου τε αὐτοῖσ γενομένησ ἠξίουν τιμωρίαν αὐτοῖσ ὑπ’ Ἀρχελάου γενέσθαι κολάσεσιν τῶν ὑπὸ Ἡρώδου τιμωμένων, καὶ πάντων γε καὶ πρῶτον καὶ ἐκδηλότατα τὸν ὑπ’ αὐτοῦ ἀρχιερέα καθεστῶτα παύσαντα νομιμώτερόν τε ἅμα καὶ καθαρὸν ἀρχιερᾶσθαι ἄνδρα αἱρεῖσθαι. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 17 249:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 17 249:1)

유의어

  1. 처벌

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION