헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κολακεία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κολακεία

형태분석: κολακει (어간) + ᾱ (어미)

  1. 아첨, 아유, 아양
  1. flattery, fawning

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κολακεία

아첨이

κολακείᾱ

아첨들이

κολακεῖαι

아첨들이

속격 κολακείᾱς

아첨의

κολακείαιν

아첨들의

κολακειῶν

아첨들의

여격 κολακείᾱͅ

아첨에게

κολακείαιν

아첨들에게

κολακείαις

아첨들에게

대격 κολακείᾱν

아첨을

κολακείᾱ

아첨들을

κολακείᾱς

아첨들을

호격 κολακείᾱ

아첨아

κολακείᾱ

아첨들아

κολακεῖαι

아첨들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοιγαροῦν ἐμπέπλησται πᾶσα πόλισ τῆσ τοιαύτησ ῥᾳδιουργίασ, καὶ μάλιστα τῶν Διογένη καὶ Ἀντισθένη καὶ Κράτητα ἐπιγραφομένων καὶ ὑπὸ τῷ κυνὶ ταττομένων, οἳ τὸ μὲν χρήσιμον ὁπόσον ἔνεστι τῇ φύσει τῶν κυνῶν, οἱο͂ν τὸ φυλακτικὸν ἢ οἰκουρικὸν ἢ φιλοδέσποτον ἢ μνημονικόν, οὐδαμῶσ ἐζηλώκασιν, ὑλακὴν δὲ καὶ λιχνείαν καὶ ἁρπαγὴν καὶ ἀφροδίσια συχνὰ καὶ κολακείαν καὶ τὸ σαίνειν τὸν διδόντα καὶ περὶ τραπέζασ ἔχειν, ταῦτα ἀκριβῶσ ἐκπεπονήκασιν. (Lucian, Fugitivi, (no name) 16:1)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 16:1)

  • οἱο͂ν κολακείαν μισεῖν φασιν, κολακείασ ἕνεκα τὸν Γναθωνίδην ἢ τὸν Στρουθίαν ὑπερβαλέσθαι δυνάμενοι. (Lucian, Fugitivi, (no name) 19:4)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 19:4)

  • χρὴ οὖν χερσαίου βατράχου δίκην διψῶντα κεκραγέναι, ὡσ ἐπίσημοσ ἔσῃ ἐν τοῖσ ἐπαινοῦσι καὶ κορυφαῖοσ ἐπιμελούμενον πολλάκισ δὲ καὶ τῶν ἄλλων σιωπησάντων αὐτὸν ἐπειπεῖν ἐσκεμμένον τινὰ ἔπαινον πολλὴν τὴν κολακείαν ἐμφανιοῦντα. (Lucian, De mercede, (no name) 28:2)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 28:2)

  • ἀρίστουσ ᾤοντο τοιούτουσ ὁρῶντεσ, καὶ μάλιστα ἐπιτηροῦντεσ ἀντῶν τὴν ἐν τοῖσ δείπνοισ καὶ τῇ ἄλλῃ συνουσίᾳ κολακείαν καὶ τὴν πρὸσ τὸ κέρδοσ δουλοπρέπειαν. (Lucian, De mercede, (no name) 40:7)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 40:7)

  • ὁ δὲ κόλαξ τοῦτο τὸ ἔποσ κἂν περὶ τῆσ συβώτου καλύβησ εἴποι, εἰ μόνον τι παρὰ τοῦ συβώτου λαβεῖν ἐλπίσειεν ὅπου Κύναιθοσ ὁ Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ κόλαξ ἁπάντων αὐτῷ τῶν πρὸσ τὴν κολακείαν καταναλωμένων ἐπῄνει ὑπὸ βηχὸσ ἐνοχλούμενον τὸν Δημήτριον, ὅτι ἐμμελῶσ ἐχρέμπτετο. (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 20:9)

    (루키아노스, Pro imaginibus, (no name) 20:9)

유의어

  1. 아첨

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION