헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κοιλίᾱ

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κοιλίᾱ κοιλίας

형태분석: κοιλι (어간) + ᾱ (어미)

어원: koi=los

  1. 배, 복부, 식욕, 위, 소화기관
  2. 창자, 장, 배
  3. 대변, 배설물
  1. the large hollow or cavity of the body, belly, abdomen, stomach
  2. the intestines, bowels
  3. excrement

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κοιλίᾱ

배가

κοιλίᾱ

배들이

κοιλίαι

배들이

속격 κοιλίᾱς

배의

κοιλίαιν

배들의

κοιλιῶν

배들의

여격 κοιλίᾱͅ

배에게

κοιλίαιν

배들에게

κοιλίαις

배들에게

대격 κοιλίᾱν

배를

κοιλίᾱ

배들을

κοιλίᾱς

배들을

호격 κοιλίᾱ

배야

κοιλίᾱ

배들아

κοιλίαι

배들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ ἀργύριον αὐτῶν ριφήσεται ἐν ταῖσ πλατείαισ, καὶ τὸ χρυσίον αὐτῶν ὑπεροφθήσεται. αἱ ψυχαὶ αὐτῶν οὐ μὴ ἐμπλησθῶσι, καὶ αἱ κοιλίαι αὐτῶν οὐ μὴ πληρωθῶσι, διότι βάσανοσ τῶν ἀδικιῶν αὐτῶν ἐγένετο. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 7:19)

    (70인역 성경, 에제키엘서 7:19)

  • αἱ δὲ τοιαῦται κοιλίαι πολλῷ τε βραδύτερον πέσσουσι καὶ πλείονοσ δέονται ἀναπαύσιόσ τε καὶ ἡσυχίησ. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xi.3)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , xi.3)

  • Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα καὶ ἔσω καὶ ἔξω τοῦ σώματοσ εἴδεα σχημάτων, ἃ μεγάλα ἀλλήλων διαφέρει πρὸσ τὰ παθήματα καὶ νοσέοντι καὶ ὑγιαίνοντι, οἱο͂ν κεφαλαὶ σμικραὶ ἢ μεγάλαι, τράχηλοι λεπτοὶ ἢ παχέεσ, μακροὶ ἢ βραχέεσ, κοιλίαι μακραὶ ἢ στρογγύλαι, θώρηκοσ καὶ πλευρέων πλατύτητεσ ἢ στενότητεσ, ἄλλα μυρία, ἃ δεῖ πάντα εἰδέναι ᾗ διαφέρει, ὅπωσ τὰ αἴτια ἑκάστων εἰδὼσ ὀρθῶσ φυλάσσηται· (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xxiii.1)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , xxiii.1)

  • ἅμα γὰρ τῇσιν ὡρ́ῃσι καὶ αἱ νοῦσοι καὶ αἱ κοιλίαι μεταβάλλουσιν τοῖσιν ἀνθρώποισιν. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , ii.6)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , ii.6)

  • οὐ γὰρ οἱο͂́ν τε, ὅκου ἂν κοιλίαι ὑγραὶ ἐώσι, τὰσ νούσουσ ταύτασ ἰσχύειν. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , iii.6)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , iii.6)

유의어

  1. 창자

  2. 대변

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION