Ancient Greek-English Dictionary Language

κινητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κινητικός κινητική κινητικόν

Structure: κινητικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kine/w

Sense

  1. of or for putting in motion
  2. moveable, mobile

Examples

  • ταὐτὸν ἀπὸ τοῦ ἑνὸσ τὸ δὲ θάτερον ἀπὸ τῆσ δυάδοσ καὶ μέμικται πρῶτον ἐνταῦθα περὶ τὴν ψυχήν, ἀριθμοῖσ καὶ λόγοισ συνδεθέντα καὶ μεσότησιν ἐναρμονίοισ, καὶ ποιεῖ θάτερον ἐγγενόμενον τῷ ταὐτῷ διαφοράν, τὸ δὲ ταὐτὸν ἐν τῷ ἑτέρῳ τάξιν, ὡσ δῆλόν ἐστιν ἐν ταῖσ πρώταισ τῆσ ψυχῆσ δυνάμεσιν εἰσὶ δ’ αὗται τὸ κριτικὸν καὶ τὸ κινητικόν. (Plutarch, Compendium libri de animae procreatione in Timaeo, section 5 7:1)
  • "λευκόινον δὲ κινητικὸν ὄντα κεφαλῆσ καὶ ἀμαράκινον καὶ ἅπαντασ τοὺσ καροῦν δυναμένουσ ἢ βαρύνειν ἄλλωσ κεφαλὴν περιστατέον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 1711)
  • Διοκλῆσ δέ φησι τὸ ὕδωρ πεπτικὸν εἶναι καὶ ἄφυσον ψυκτικόν τε μετρίωσ ὀξυδερκέσ τε καὶ ἥκιστα καρηβαρικὸν κινητικόν τε ψυχῆσ καὶ σώματοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 25 2:3)
  • ἐπεὶ καὶ τὸ ψυχρὸν ἐοίκε στάσιμον εἶναι, κινητικὸν δὲ τὸ θερμόν· (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 1 2:1)
  • ἀνωφερὲσ ἀντίκειται μόνον, οὐδ’ ὡσ πυκνὴ πρὸσ ἀραιὸν οὐδ’ ὡσ βραδεῖα καὶ στάσιμοσ πρὸσ ὀξύρροπον καὶ κινητικόν, ἀλλ’ ὡσ βαρυτάτη . (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 17 5:1)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION