헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατηγορίᾱ

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατηγορίᾱ κατηγορίας

형태분석: κατηγορι (어간) + ᾱ (어미)

  1. 혐의, 공격, 요금
  2. 서술, 부문, 구분
  1. charge, accusation
  2. (logic) predication, category

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κατηγορίᾱ

혐의가

κατηγορίᾱ

혐의들이

κατηγορίαι

혐의들이

속격 κατηγορίᾱς

혐의의

κατηγορίαιν

혐의들의

κατηγοριῶν

혐의들의

여격 κατηγορίᾱͅ

혐의에게

κατηγορίαιν

혐의들에게

κατηγορίαις

혐의들에게

대격 κατηγορίᾱν

혐의를

κατηγορίᾱ

혐의들을

κατηγορίᾱς

혐의들을

호격 κατηγορίᾱ

혐의야

κατηγορίᾱ

혐의들아

κατηγορίαι

혐의들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Εἶτά τισ αὐτὸσ ταῦτα γεγραφὼσ καὶ κατηγορίαν οὕτω δεινὴν κατὰ τοῦ τοιουτου βίου διεξελθών, ἔπειτα πάντων ἐκλαθόμενοσ, ὀστράκου, φησί, μεταπεσόντοσ ἑκὼν ἑαυτὸν φέρων ἐσ δουλείαν οὕτω περιφανῆ καὶ περίβλεπτον ἐνσέσεικε; (Lucian, Apologia 2:2)

    (루키아노스, Apologia 2:2)

  • καίτοι τί δεῖ καινὴν ἐπὶ σὲ κατηγορίαν ζητεῖν μετὰ τὴν θαυμαστὴν τραγῳδίαν λέγουσαν μισῶ σοφιστήν, ὅστισ οὐχ αὑτῷ σοφόσ; (Lucian, Apologia 13:1)

    (루키아노스, Apologia 13:1)

  • εἰ γοῦν ὑποθεῖτό τισ τῷ λόγῳ τὸν Αἰσχίνην μετὰ τὴν κατὰ τοῦ Τιμάρχου κατηγορίαν αὐτὸν ἁλῶναι καὶ φωραθῆναι τὰ ὅμοια πάσχοντα, πόσον ἂν οἰεί παρὰ τῶν ὁρώντων γενέσθαι τὸν γέλωτα, εἰ Τίμαρχον μὲν ηὔθυνεν ἐπὶ τοῖσ καθ̓ ὡρ́αν ἡμαρτημένοισ, αὐτὸσ δὲ γέρων ἤδη τοιαῦτα εἰσ ἑαυτὸν παρενόμει; (Lucian, Apologia 17:1)

    (루키아노스, Apologia 17:1)

  • οὐδ̓ ἡμεῖσ οὕτω πένητεσ εὐλόγου ἀπολογίασ ὡσ ὑπὸ ἀπορίασ τὰ τοιαῦτα κρησφύγετα πρὸσ τὴν κατηγορίαν ζητεῖν. (Lucian, Apologia 25:1)

    (루키아노스, Apologia 25:1)

  • οὐ δίκαιόν ἐστι τὴν τοῦ κινδυνεύοντοσ σωτηρίαν ἐφόδιον γενέσθαι συκοφαντίασ τοῖσ πάντα τολμᾶν προῃρημένοισ, οὐδὲ τὴν ἐκ τῶν λόγων κατηγορίαν ἰσχυροτέραν ἡγεῖσθαι τῆσ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀπολογίασ. (Demades, On the Twelve Years, 64:1)

    (데마데스, On the Twelve Years, 64:1)

유의어

  1. 혐의

  2. 서술

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION