Ancient Greek-English Dictionary Language

κατακλινής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κατακλινής κατακλινές

Structure: κατακλινη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: from katakli/_nw

Sense

  1. sloping

Examples

  • οὗτοσ τὴνοἴκησιν ἔχων παρ’ ὁδὸν ἐστόρεσε δύο κλίνασ, μίαν μὲν μικράν, ἑτέραν δὲ μεγάλην, καὶ τοὺσ παριόντασ ἐπὶ ξένια καλῶν τοὺσ μὲν βραχεῖσ ἐπὶ τῆσ μεγάλησ κατακλίνων σφύραισ ἔτυπτεν, ἵν’ ἐξισωθῶσι τῇ κλίνῃ, τοὺσ δὲ μεγάλουσ ἐπὶ τῆσ μικρᾶσ, καὶ τὰ ὑπερέχοντα τοῦ σώματοσ ἀπέπριζε. (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 1 5:2)
  • Κλύσον οὖν ὅτι τάχιστα θερμῷ καὶ ὡσ λιπαρωτάτῳ, καὶ ἐσ ὕδωρ, ἀλείφων ὡσ πλείστῳ, κάθιε θερμὸν, ἐν σκάφῃ κατακλίνων, καὶ τοῦ θερμοῦ παράχεε κατὰ σμικρὸν, καὶ ἢν θερμαινομένῳ αὐτέῳ ἡ κοιλίη ὑπάγῃ, λέλυται. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 19.3)

Synonyms

  1. sloping

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION