Ancient Greek-English Dictionary Language

κατακλινής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κατακλινής κατακλινές

Structure: κατακλινη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: from katakli/_nw

Sense

  1. sloping

Examples

  • οὐδὲν μὰ Δί’ ἀλλὰ κατακλινεὶσ δευρὶ ‐ τί δρῶ; (Aristophanes, Clouds, Lyric-Scene 1:45)
  • ἀλλὰ δευρὶ κατακλινεὶσ προσμάνθανε ξυμποτικὸσ εἶναι καὶ ξυνουσιαστικόσ. (Aristophanes, Wasps, Episode 1:30)
  • ἀλλὰ δευρὶ κατακλινεὶσ προσμάνθανε ξυμποτικὸσ εἶναι καὶ ξυνουσιαστικόσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 6 3:2)
  • τοῦ δὲ Κράσσου περὶ τὴν αὔλειον ἀπαντήσαντοσ αὐτῷ καὶ φράσαντοσ ὅτι πάσαισ ἑάλωκε ταῖσ ψήφοισ, ἀναστρέψασ καὶ κατακλινεὶσ ἀποθανεῖν. (Plutarch, Cicero, chapter 9 2:1)
  • καὶ τῶν ναυτῶν ἐξελομένων αὐτὸν ἐπὶ τὴν γῆν κατακλινεὶσ ἔν τινι πόᾳ πορρωτάτω τοῦ μέλλοντοσ εἶχε τὴν διάνοιαν. (Plutarch, Caius Marius, chapter 37 4:2)

Synonyms

  1. sloping

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION