- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάρυον?

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: karyon 고전 발음: [까뤼온] 신약 발음: [까뤼온]

기본형: κάρυον καρύου

형태분석: καρυ (어간) + ον (어미)

  1. 견과, 너트
  1. nut (hard-shelled seed)

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κάρυον

견과가

καρύω

견과들이

κάρυα

견과들이

속격 καρύου

견과의

καρύοιν

견과들의

καρύων

견과들의

여격 καρύῳ

견과에게

καρύοιν

견과들에게

καρύοις

견과들에게

대격 κάρυον

견과를

καρύω

견과들을

κάρυα

견과들을

호격 κάρυον

견과야

καρύω

견과들아

κάρυα

견과들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶπε δὲ αὐτοῖς Ἰσραὴλ ὁ πατὴρ αὐτῶν. εἰ οὕτως ἐστί, τοῦτο ποιήσατε. λάβετε ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς ἐν τοῖς ἀγγείοις ὑμῶν καὶ καταγάγετε τῷ ἀνθρώπῳ δῶρα τῆς ρητίνης καὶ τοῦ μέλιτος, θυμίαμά τε καὶ στακτὴν καὶ τερέβινθον καὶ κάρυα. (Septuagint, Liber Genesis 43:10)

    (70인역 성경, 창세기 43:10)

  • καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον καὶ εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἰδοὺ ἐβλάστησεν ἡ ράβδος Ἀαρὼν εἰς οἶκον Λευὶ καὶ ἐξήνεγκε βλαστὸν καὶ ἐξήνθησεν ἄνθη καὶ ἐβλάστησε κάρυα. (Septuagint, Liber Numeri 17:23)

    (70인역 성경, 민수기 17:23)

  • Λούεσθαι μὲν ὁπόταν τὸ στοιχεῖον ἑξάπουν ᾖ, τὰ δὲ πρὸ τοῦ λουτροῦ κάρυα καὶ πεττοὶ ἔστωσαν. (Lucian, Saturnalia, 1:1)

    (루키아노스, Saturnalia, 1:1)

  • λέγεται δὲ καὶ βασιλεύς τις Αἰγύπτιος πιθήκους ποτὲ πυρριχίζειν διδάξαι καὶ τὰ θηρία - μιμηλότατα δέ ἐστι τῶν ἀνθρωπίνων - ἐκμαθεῖν τάχιστα καὶ ὀρχεῖσθαι ἁλουργίδας ἀμπεχόμενα καὶ προσωπεῖα περικείμενα, καὶ μέχρι γε πολλοῦ εὐδοκιμεῖν τὴν θέαν, ἄχρι δὴ θεατής τις ἀστεῖος κάρυα ὑπὸ κόλπου ^ ἔχων ἀφῆκεν εἰς τὸ μέσον: (Lucian, Piscator, (no name) 36:5)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 36:5)

  • κάρυα, ῥόας, φοίνικας, ἕτερα νώγαλα, σταμνάριὰ τ οἴνου μικρὰ τοῦ φοινικίνου. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 532)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 532)

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION