- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καρίς?

3군 변화 명사; 여성 동물 로마알파벳 전사: karīs 고전 발음: [까리:] 신약 발음: [까리]

기본형: καρίς

형태분석: καριδ (어간) + ς (어미)

  1. 새우
  1. shrimp, prawn

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 καρίς

새우가

καρῖδε

새우들이

καρῖδες

새우들이

속격 καρῖδος

새우의

καρίδοιν

새우들의

καρίδων

새우들의

여격 καρῖδι

새우에게

καρίδοιν

새우들에게

καρῖσι(ν)

새우들에게

대격 καρῖδα

새우를

καρῖδε

새우들을

καρῖδας

새우들을

호격 καρίς

새우야

καρῖδε

새우들아

καρῖδες

새우들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὗτος ἱκανὰς μυριάδας καταναλώσας εἰς τὴν γαστέρα ἐν Μιντούρναις πόλις δὲ Καμπανίας διέτριβε τὰ πλεῖστα καρίδας ἐσθίων πολυτελεῖς, αἳ γίνονται αὐτόθι ὑπέρ γε τὰς ἐν Σμύρνῃ μεγίστας καὶ τοὺς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἀστακούς. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 122)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 122)

  • ἀκούσας οὖν καὶ κατὰ Λιβύην γίνεσθαι ὑπερμεγέθεις ἐξέπλευσεν οὐδ ἀναμείνας μίαν ἡμέραν καὶ πολλὰ κακοπαθήσας κατὰ τὸν πλοῦν ὡς πλησίον ἧκε τῶν τόπων πρὶν ἐξορμῆσαι τῆς νεὼς πολλὴ δ ἐγεγόνει παρὰ Λίβυσι φήμη τῆς ἀφίξεως αὐτοῦ, προσπλεύσαντες ἁλιεῖς προσήνεγκαν αὐτῷ τὰς καλλίστας καρίδας. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 123)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 123)

  • πλατείας δὲ καρῖδας ἂν εἰή λέγων τοὺς ἀστακοὺς καλουμένους, ὧν μνημονεύει Φιλύλλιος ἐν Πόλεσι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 64 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 64 3:1)

  • Θεόφραστος δ ἐν τῷ περὶ τῶν φωλευόντων τοὺς ἀστακοὺς καὶ καράβους καὶ καρῖδας ἐκδύεσθαί φησι τὸ γῆρας. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 65 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 65 2:1)

  • περὶ δὲ τῶν καρίδων, ὅτι καὶ πόλις ἦν Καρίδες περὶ Χίον τὴν νῆσον Ἔφορος ἐν τῇ γ ἱστορεῖ, κτίσαι φάσκων αὐτὴν τοὺς διασωθέντας ἐκ τοῦ ἐπὶ Δευκαλίωνος γενομένου κατακλυσμοῦ μετὰ Μάκαρος, καὶ μέχρι νῦν τὸν τόπον καλεῖσθαι Καρίδας. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 661)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 661)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION