Ancient Greek-English Dictionary Language

καίριος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καίριος καίριᾱ καίριον

Structure: καιρι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kairo/s

Sense

  1. in or at the right place, a vital part, mortally
  2. in season, seasonable, timely, opportune, timely circumstances, opportunities
  3. lasting but for a season
  4. in season, seasonably

Examples

  • σύ τ’ εὖ παραινεῖσ καὶ σὺ καιρίωσ σκοπεῖσ. (Euripides, Rhesus, episode 3:18)
  • ἡμᾶσ δὲ καιρίωσ μέν, ἀθλίωσ δ’ ἐμοί, Ἑρμῆσ ἔδωκε πατρὶ σῷ σῴζειν πόσει τῷδ’ ὃσ πάρεστι κἀπολάζυσθαι θέλει. (Euripides, Helen, episode, dialogue 8:7)
  • ὃ καὶ συνέβη τῆσ γὰρ νίκησ σὺν Ἐπαμεινώνδᾳ οὔσησ καὶ φυγῆσ γενομένησ, ἐπιστραφέντα αὐτὸν καὶ ἀνακαλούμενον τοὺσ ἰδίουσ τῶν Λακεδαιμονίων τισ καιρίωσ ἐπάταξε, καὶ πεσόντοσ ἀναστρέψαντεσ ἀπὸ τῆσ φυγῆσ οἱ σὺν Ἀγησιλάῳ ἐφάμιλλον τὴν νίκην ἐποίησαν, παρὰ πολὺ μὲν τῶν Θηβαίων χειρόνων, παρὰ πολὺ δὲ τῶν Λακεδαιμονίων ἀμεινόνων φανέντων. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 75 1:1)
  • οὗτοσ κατὰ τὰσ καλουμένασ φορκούλασ Καυδίνασ ἔστι δὲ τόποσ στενώτατοσ ἐνεδρευθεὶσ τρεῖσ ἀπέβαλε λεγεῶνασ καὶ αὐτὸσ καιρίωσ τρωθεὶσ ἔπεσε. (Plutarch, Parallela minora, section 3 1:6)
  • συμβαλὼν δ’ ἀπέβαλε πάντασ, αὐτὸσ δὲ καιρίωσ τρωθεὶσ μεθ’ ὁρμῆσ ἐπὶ τὸν Ἀννίβαν ἠνέχθη, καὶ καθελὼν τὸ διάδημα συναπέθανεν αὐτῷ, καθάπερ ἱστορεῖ Ἀριστείδησ ὁ Μιλήσιοσ. (Plutarch, Parallela minora, section 4 2:1)

Synonyms

  1. in season

  2. lasting but for a season

  3. in season

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION