헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γραφικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γραφικός γραφική γραφικόν

형태분석: γραφικ (어간) + ος (어미)

어원: gra/fw

  1. pertaining to writing
  2. pertaining to painting

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 γραφικός

(이)가

γραφική

(이)가

γραφικόν

(것)가

속격 γραφικοῦ

(이)의

γραφικῆς

(이)의

γραφικοῦ

(것)의

여격 γραφικῷ

(이)에게

γραφικῇ

(이)에게

γραφικῷ

(것)에게

대격 γραφικόν

(이)를

γραφικήν

(이)를

γραφικόν

(것)를

호격 γραφικέ

(이)야

γραφική

(이)야

γραφικόν

(것)야

쌍수주/대/호 γραφικώ

(이)들이

γραφικᾱ́

(이)들이

γραφικώ

(것)들이

속/여 γραφικοῖν

(이)들의

γραφικαῖν

(이)들의

γραφικοῖν

(것)들의

복수주격 γραφικοί

(이)들이

γραφικαί

(이)들이

γραφικά

(것)들이

속격 γραφικῶν

(이)들의

γραφικῶν

(이)들의

γραφικῶν

(것)들의

여격 γραφικοῖς

(이)들에게

γραφικαῖς

(이)들에게

γραφικοῖς

(것)들에게

대격 γραφικούς

(이)들을

γραφικᾱ́ς

(이)들을

γραφικά

(것)들을

호격 γραφικοί

(이)들아

γραφικαί

(이)들아

γραφικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γὰρ μίαν ὥσπερ σὺ ἐκ πολλῶν συνθεὶσ ἐπιδεῖξαι διέγνωκα ‐ ἧττον γὰρ τοῦτο καὶ γραφικόν, συντελεσθὲν· (Lucian, Imagines, (no name) 15:5)

    (루키아노스, Imagines, (no name) 15:5)

  • καὶ τί ἂν φαίησ τὸν τοῦτο δυνάμενον, ὥσπερ τοὺσ προτέρουσ τὸν μὲν μουσικὸν ἔφησθα, τὸν δέ τινα γραφικόν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 246:2)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 246:2)

  • τὸ δέ "τρὶσ μὲν γάρ τ’ ἀνίησιν" ἀντὶ τοῦ δίσ, γραφικὸν εἶναι ἁμάρτημα ἢ ἱστορικόν. (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 32:13)

    (스트라본, 지리학, book 1, chapter 2 32:13)

  • πλὴν γὰρ τοῦ μεγάλων εἶναι καὶ πολλῶν καὶ πολυστίχων τῶν στύλων οὐδὲν ἔχει χαρίεν οὐδὲ γραφικόν, ἀλλὰ ματαιοπονίαν ἐμφαίνει μᾶλλον. (Strabo, Geography, book 17, chapter 1 55:13)

    (스트라본, 지리학, book 17, chapter 1 55:13)

  • τὸ δὲ τρὶσ μὲν γάρ τ’ ἀνίησιν ἀντὶ τοῦ δὶσ γραφικὸν εἶναι ἁμάρτημα ἢ ἱστορικόν. (Polybius, Histories, book 34, chapter 3 11:1)

    (폴리비오스, Histories, book 34, chapter 3 11:1)

유의어

  1. pertaining to writing

  2. pertaining to painting

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION