헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γνώμη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γνώμη γνώμης

형태분석: γνωμ (어간) + η (어미)

어원: gignw/skw

  1. 부호, 표시, 신호, 상징
  2. 마음, 정신, 지능
  3. 이유, 이해, 판단, 까닭
  4. 유서, 의지
  5. 의견, 견해
  6. 결정, 판단
  1. means of knowing: sign, mark
  2. mind, intelligence
  3. judgment, understanding, reason
  4. will
  5. opinion
  6. decision

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 γνώμη

부호가

γνώμᾱ

부호들이

γνῶμαι

부호들이

속격 γνώμης

부호의

γνώμαιν

부호들의

γνωμῶν

부호들의

여격 γνώμῃ

부호에게

γνώμαιν

부호들에게

γνώμαις

부호들에게

대격 γνώμην

부호를

γνώμᾱ

부호들을

γνώμᾱς

부호들을

호격 γνώμη

부호야

γνώμᾱ

부호들아

γνῶμαι

부호들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καίτοι προσῆκεν ὑμᾶσ, εἴπερ ἐβούλεσθε ζητεῖν τὸ τῇ πόλει συμφέρον, μᾶλλον τοῖσ ἐναντιουμένοισ ταῖσ ὑμετέραισ γνώμαισ προσέχειν τὸν νοῦν ἢ τοῖσ χαριζομένοισ, εἰδότασ ὅτι τῶν ἐνθάθε παριόντων οἱ μὲν ἃ βούλεσθε λέγοντεσ ῥᾳδίωσ ἐξαπατᾶν δύνανται· (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 16 3:2)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 16 3:2)

  • οἶμαι δὲ ὅτι καὶ τοῖσ ἐντυχοῦσι χρήσιμόν τι ἔχειν δόξει ἡ γραφή, τὰ μὲν διεξελέγχουσα, τὰ δὲ ἐν ταῖσ τῶν εὖ φρονούντων γνώμαισ βεβαιοῦσα. (Lucian, Alexander, (no name) 61:2)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 61:2)

  • ταῦτα δὲ συντόμωσ καὶ ἀφελῶσ διανοίαισ τε χρησταῖσ καὶ γνώμαισ εὐκαίροισ καὶ ἐνθυμήμασι μετρίοισ περιλαβὼν ἐπὶ τὴν πρόθεσιν ἐπείγεται, δι’ ἧσ τὰ μέλλοντα ἐν ταῖσ ἀποδείξεσι λέγεσθαι προειπὼν καὶ τὸν ἀκροατὴν παρασκευάσασ εὐμαθῆ πρὸσ τὸν μέλλοντα λόγον ἐπὶ τὴν διήγησιν καθίσταται· (Dionysius of Halicarnassus, chapter 17 1:3)

    (디오니시오스, chapter 17 1:3)

  • νυνὶ δ’ ἐπειδή μ’ οὑτοσὶ τούτων ἔπαυσεν αὐτόσ, γνώμαισ δὲ λεπταῖσ καὶ λόγοισ ξύνειμι καὶ μερίμναισ, οἶμαι διδάξειν ὡσ δίκαιον τὸν πατέρα κολάζειν. (Aristophanes, Clouds, Agon, antepirrheme3)

    (아리스토파네스, Clouds, Agon, antepirrheme3)

  • ἄγε δὴ χαίρων Αἰσχύλε χώρει, καὶ σῷζε πόλιν τὴν ἡμετέραν γνώμαισ ἀγαθαῖσ καὶ παίδευσον τοὺσ ἀνοήτουσ· (Aristophanes, Frogs, Exodus, anapests1)

    (아리스토파네스, Frogs, Exodus, anapests1)

유의어

  1. 부호

  2. 마음

  3. 유서

  4. 의견

  5. 결정

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION