헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φροντιστικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φροντιστικός φροντιστική φροντιστικόν

형태분석: φροντιστικ (어간) + ος (어미)

어원: from frontisth/s

  1. thoughtful

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 φροντιστικός

(이)가

φροντιστική

(이)가

φροντιστικόν

(것)가

속격 φροντιστικοῦ

(이)의

φροντιστικῆς

(이)의

φροντιστικοῦ

(것)의

여격 φροντιστικῷ

(이)에게

φροντιστικῇ

(이)에게

φροντιστικῷ

(것)에게

대격 φροντιστικόν

(이)를

φροντιστικήν

(이)를

φροντιστικόν

(것)를

호격 φροντιστικέ

(이)야

φροντιστική

(이)야

φροντιστικόν

(것)야

쌍수주/대/호 φροντιστικώ

(이)들이

φροντιστικᾱ́

(이)들이

φροντιστικώ

(것)들이

속/여 φροντιστικοῖν

(이)들의

φροντιστικαῖν

(이)들의

φροντιστικοῖν

(것)들의

복수주격 φροντιστικοί

(이)들이

φροντιστικαί

(이)들이

φροντιστικά

(것)들이

속격 φροντιστικῶν

(이)들의

φροντιστικῶν

(이)들의

φροντιστικῶν

(것)들의

여격 φροντιστικοῖς

(이)들에게

φροντιστικαῖς

(이)들에게

φροντιστικοῖς

(것)들에게

대격 φροντιστικούς

(이)들을

φροντιστικᾱ́ς

(이)들을

φροντιστικά

(것)들을

호격 φροντιστικοί

(이)들아

φροντιστικαί

(이)들아

φροντιστικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. thoughtful

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION