헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐνάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εὐνάζω

형태분석: εὐνάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: eu)nh/

  1. 자다, 놓다, 낳다, 주무시다, 잠자다, 잠을 자다, 눕다
  2. 자다, 주무시다
  1. to lay or place in ambush
  2. to put to bed, to lay, in a form, to lay asleep, to go to bed, sleep
  3. to sleep

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐνάζω

εὐνάζεις

εὐνάζει

쌍수 εὐνάζετον

εὐνάζετον

복수 εὐνάζομεν

εὐνάζετε

εὐνάζουσιν*

접속법단수 εὐνάζω

εὐνάζῃς

εὐνάζῃ

쌍수 εὐνάζητον

εὐνάζητον

복수 εὐνάζωμεν

εὐνάζητε

εὐνάζωσιν*

기원법단수 εὐνάζοιμι

εὐνάζοις

εὐνάζοι

쌍수 εὐνάζοιτον

εὐναζοίτην

복수 εὐνάζοιμεν

εὐνάζοιτε

εὐνάζοιεν

명령법단수 εύ̓ναζε

εὐναζέτω

쌍수 εὐνάζετον

εὐναζέτων

복수 εὐνάζετε

εὐναζόντων, εὐναζέτωσαν

부정사 εὐνάζειν

분사 남성여성중성
εὐναζων

εὐναζοντος

εὐναζουσα

εὐναζουσης

εὐναζον

εὐναζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐνάζομαι

εὐνάζει, εὐνάζῃ

εὐνάζεται

쌍수 εὐνάζεσθον

εὐνάζεσθον

복수 εὐναζόμεθα

εὐνάζεσθε

εὐνάζονται

접속법단수 εὐνάζωμαι

εὐνάζῃ

εὐνάζηται

쌍수 εὐνάζησθον

εὐνάζησθον

복수 εὐναζώμεθα

εὐνάζησθε

εὐνάζωνται

기원법단수 εὐναζοίμην

εὐνάζοιο

εὐνάζοιτο

쌍수 εὐνάζοισθον

εὐναζοίσθην

복수 εὐναζοίμεθα

εὐνάζοισθε

εὐνάζοιντο

명령법단수 εὐνάζου

εὐναζέσθω

쌍수 εὐνάζεσθον

εὐναζέσθων

복수 εὐνάζεσθε

εὐναζέσθων, εὐναζέσθωσαν

부정사 εὐνάζεσθαι

분사 남성여성중성
εὐναζομενος

εὐναζομενου

εὐναζομενη

εὐναζομενης

εὐναζομενον

εὐναζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ποθουμένᾳ γὰρ φρενὶ πυνθάνομαι τὰν ἀμφινεικῆ Δηιάνειραν ἀεί, οἱᾶ́ τιν’ ἄθλιον ὄρνιν, οὔποτ’ εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον, ἀλλ’ εὔμναστον ἀνδρὸσ δεῖμα τρέφουσαν ὁδοῦ ἐνθυμίοισ εὐναῖσ ἀνανδρώτοισι τρύχεσθαι, κακὰν δύστανον ἐλπίζουσαν αἶσαν. (Sophocles, Trachiniae, choral, antistrophe 11)

    (소포클레스, 트라키니아이, choral, antistrophe 11)

  • σμικρὰ παλαιὰ σώματ’ εὐνάζει ῥοπή. (Sophocles, Oedipus Tyrannus, episode 1:9)

    (소포클레스, 오이디푸스 튀란노스, episode 1:9)

  • ὄλβιοι εὐνάζοισθε καὶ ὄλβιοι ἀῶ ἵκοισθε. (Theocritus, Idylls, 4)

    (테오크리토스, Idylls, 4)

유의어

  1. to lay or place in ambush

  2. 자다

  3. 자다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION