헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κοιτάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κοιτάζω

형태분석: κοιτάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: koi/th

  1. 자다, 주무시다, 잠자다, 눕다
  1. to put to bed, to go to bed, sleep

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κοιτάζω

(나는) 잔다

κοιτάζεις

(너는) 잔다

κοιτάζει

(그는) 잔다

쌍수 κοιτάζετον

(너희 둘은) 잔다

κοιτάζετον

(그 둘은) 잔다

복수 κοιτάζομεν

(우리는) 잔다

κοιτάζετε

(너희는) 잔다

κοιτάζουσιν*

(그들은) 잔다

접속법단수 κοιτάζω

(나는) 자자

κοιτάζῃς

(너는) 자자

κοιτάζῃ

(그는) 자자

쌍수 κοιτάζητον

(너희 둘은) 자자

κοιτάζητον

(그 둘은) 자자

복수 κοιτάζωμεν

(우리는) 자자

κοιτάζητε

(너희는) 자자

κοιτάζωσιν*

(그들은) 자자

기원법단수 κοιτάζοιμι

(나는) 자기를 (바라다)

κοιτάζοις

(너는) 자기를 (바라다)

κοιτάζοι

(그는) 자기를 (바라다)

쌍수 κοιτάζοιτον

(너희 둘은) 자기를 (바라다)

κοιταζοίτην

(그 둘은) 자기를 (바라다)

복수 κοιτάζοιμεν

(우리는) 자기를 (바라다)

κοιτάζοιτε

(너희는) 자기를 (바라다)

κοιτάζοιεν

(그들은) 자기를 (바라다)

명령법단수 κοίταζε

(너는) 자라

κοιταζέτω

(그는) 자라

쌍수 κοιτάζετον

(너희 둘은) 자라

κοιταζέτων

(그 둘은) 자라

복수 κοιτάζετε

(너희는) 자라

κοιταζόντων, κοιταζέτωσαν

(그들은) 자라

부정사 κοιτάζειν

자는 것

분사 남성여성중성
κοιταζων

κοιταζοντος

κοιταζουσα

κοιταζουσης

κοιταζον

κοιταζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κοιτάζομαι

(나는) 자여진다

κοιτάζει, κοιτάζῃ

(너는) 자여진다

κοιτάζεται

(그는) 자여진다

쌍수 κοιτάζεσθον

(너희 둘은) 자여진다

κοιτάζεσθον

(그 둘은) 자여진다

복수 κοιταζόμεθα

(우리는) 자여진다

κοιτάζεσθε

(너희는) 자여진다

κοιτάζονται

(그들은) 자여진다

접속법단수 κοιτάζωμαι

(나는) 자여지자

κοιτάζῃ

(너는) 자여지자

κοιτάζηται

(그는) 자여지자

쌍수 κοιτάζησθον

(너희 둘은) 자여지자

κοιτάζησθον

(그 둘은) 자여지자

복수 κοιταζώμεθα

(우리는) 자여지자

κοιτάζησθε

(너희는) 자여지자

κοιτάζωνται

(그들은) 자여지자

기원법단수 κοιταζοίμην

(나는) 자여지기를 (바라다)

κοιτάζοιο

(너는) 자여지기를 (바라다)

κοιτάζοιτο

(그는) 자여지기를 (바라다)

쌍수 κοιτάζοισθον

(너희 둘은) 자여지기를 (바라다)

κοιταζοίσθην

(그 둘은) 자여지기를 (바라다)

복수 κοιταζοίμεθα

(우리는) 자여지기를 (바라다)

κοιτάζοισθε

(너희는) 자여지기를 (바라다)

κοιτάζοιντο

(그들은) 자여지기를 (바라다)

명령법단수 κοιτάζου

(너는) 자여져라

κοιταζέσθω

(그는) 자여져라

쌍수 κοιτάζεσθον

(너희 둘은) 자여져라

κοιταζέσθων

(그 둘은) 자여져라

복수 κοιτάζεσθε

(너희는) 자여져라

κοιταζέσθων, κοιταζέσθωσαν

(그들은) 자여져라

부정사 κοιτάζεσθαι

자여지는 것

분사 남성여성중성
κοιταζομενος

κοιταζομενου

κοιταζομενη

κοιταζομενης

κοιταζομενον

κοιταζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκοίταζον

(나는) 자고 있었다

ἐκοίταζες

(너는) 자고 있었다

ἐκοίταζεν*

(그는) 자고 있었다

쌍수 ἐκοιτάζετον

(너희 둘은) 자고 있었다

ἐκοιταζέτην

(그 둘은) 자고 있었다

복수 ἐκοιτάζομεν

(우리는) 자고 있었다

ἐκοιτάζετε

(너희는) 자고 있었다

ἐκοίταζον

(그들은) 자고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκοιταζόμην

(나는) 자여지고 있었다

ἐκοιτάζου

(너는) 자여지고 있었다

ἐκοιτάζετο

(그는) 자여지고 있었다

쌍수 ἐκοιτάζεσθον

(너희 둘은) 자여지고 있었다

ἐκοιταζέσθην

(그 둘은) 자여지고 있었다

복수 ἐκοιταζόμεθα

(우리는) 자여지고 있었다

ἐκοιτάζεσθε

(너희는) 자여지고 있었다

ἐκοιτάζοντο

(그들은) 자여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπάγγειλόν μοι ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου, ποῦ ποιμαίνεισ, ποῦ κοιτάζεισ ἐν μεσημβρίᾳ, μήποτε γένωμαι ὡσ περιβαλλομένη ἐπ̓ ἀγέλαισ ἑταίρων σου. (Septuagint, Canticum Canticorum 1:7)

    (70인역 성경, 아가 1:7)

  • οὕτωσ εἶπε Κύριοσ τῶν δυνάμεων. ἔτι ἔσται ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ τῷ ἐρήμῳ παρὰ τὸ μὴ εἶναι ἄνθρωπον καὶ κτῆνοσ καὶ ἐν πάσαισ ταῖσ πόλεσιν αὐτοῦ καταλύματα ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα. (Septuagint, Liber Ieremiae 40:12)

    (70인역 성경, 예레미야서 40:12)

유의어

  1. 자다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION