헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποβρίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποβρίζω

형태분석: ἀπο (접두사) + βρίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to go off to sleep, go sound asleep

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποβρίζω

ἀποβρίζεις

ἀποβρίζει

쌍수 ἀποβρίζετον

ἀποβρίζετον

복수 ἀποβρίζομεν

ἀποβρίζετε

ἀποβρίζουσιν*

접속법단수 ἀποβρίζω

ἀποβρίζῃς

ἀποβρίζῃ

쌍수 ἀποβρίζητον

ἀποβρίζητον

복수 ἀποβρίζωμεν

ἀποβρίζητε

ἀποβρίζωσιν*

기원법단수 ἀποβρίζοιμι

ἀποβρίζοις

ἀποβρίζοι

쌍수 ἀποβρίζοιτον

ἀποβριζοίτην

복수 ἀποβρίζοιμεν

ἀποβρίζοιτε

ἀποβρίζοιεν

명령법단수 ἀποβρίζε

ἀποβριζέτω

쌍수 ἀποβρίζετον

ἀποβριζέτων

복수 ἀποβρίζετε

ἀποβριζόντων, ἀποβριζέτωσαν

부정사 ἀποβρίζειν

분사 남성여성중성
ἀποβριζων

ἀποβριζοντος

ἀποβριζουσα

ἀποβριζουσης

ἀποβριζον

ἀποβριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποβρίζομαι

ἀποβρίζει, ἀποβρίζῃ

ἀποβρίζεται

쌍수 ἀποβρίζεσθον

ἀποβρίζεσθον

복수 ἀποβριζόμεθα

ἀποβρίζεσθε

ἀποβρίζονται

접속법단수 ἀποβρίζωμαι

ἀποβρίζῃ

ἀποβρίζηται

쌍수 ἀποβρίζησθον

ἀποβρίζησθον

복수 ἀποβριζώμεθα

ἀποβρίζησθε

ἀποβρίζωνται

기원법단수 ἀποβριζοίμην

ἀποβρίζοιο

ἀποβρίζοιτο

쌍수 ἀποβρίζοισθον

ἀποβριζοίσθην

복수 ἀποβριζοίμεθα

ἀποβρίζοισθε

ἀποβρίζοιντο

명령법단수 ἀποβρίζου

ἀποβριζέσθω

쌍수 ἀποβρίζεσθον

ἀποβριζέσθων

복수 ἀποβρίζεσθε

ἀποβριζέσθων, ἀποβριζέσθωσαν

부정사 ἀποβρίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀποβριζομενος

ἀποβριζομενου

ἀποβριζομενη

ἀποβριζομενης

ἀποβριζομενον

ἀποβριζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ δ’ ἀποβρίζει ἐνθάδε τὸν πάσαισ ὕπνον ὀφειλόμενον. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4592)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4592)

유의어

  1. to go off to sleep

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION