Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐάρμοστος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐάρμοστος εὐάρμοστον

Structure: εὐαρμοστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a(rmo/zw

Sense

  1. well-joined, harmonious
  2. accommodating

Examples

  • περὶ γὰρ τὴν διὰ τῆσ ὄψεωσ ἡδονὴν τῶν καλῶν ἄνευ ἐπιθυμίασ ἀφροδισίων, ἢ λύπην τῶν αἰσχρῶν, καὶ περὶ τὴν διὰ τῆσ ἀκοῆσ τῶν εὐαρμόστων ἢ ἀναρμόστων, ἔτι δὲ πρὸσ τὰσ δι’ ὀσφρήσεωσ, τάσ τε ἀπὸ εὐωδίασ καὶ τὰσ ἀπὸ δυσωδίασ, οὐκ ἔστιν ὁ σώφρων. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 61:1)
  • οὐθὲν γάρ, ὅ τι καὶ ἄξιον λόγου, φαίνεται πάσχοντα αὐτῇ τῇ θεωρίᾳ τῶν καλῶν ἢ τῇ ἀκροάσει τῶν εὐαρμόστων, εἰ μή τί που συμβέβηκε τερατῶδεσ· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 65:1)
  • ταχὺ δὲ κλιμάκων δυεῖν συντεθεισῶν εὐαρμόστων πρὸσ τὸ τεῖχοσ, ἐγένετο περὶ τὰ συνεχῆ τῆσ πράξεωσ καὶ τοῖσ μὲν ἐπιτηδείοισ πρὸσ τὴν ἀνάβασιν καὶ τὸν ἐπιφανέστατον καὶ πρῶτον κίνδυνον ἐκοινολογεῖτο, περὶ τοῦ μέλλοντοσ μεγάλασ ἐλπίδασ αὐτοῖσ ἐνδιδούσ. (Polybius, Histories, book 8, vi. res siciliae 3:1)

Synonyms

  1. accommodating

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION