Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐθελούσιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐθελούσιος ἐθελούσιᾱ ἐθελούσιον

Structure: ἐθελουσι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)qe/lw

Sense

  1. voluntary
  2. optional, matter of free choice

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐπειδὰν δ’ ἐκείνῳ ἐξέλητε, τοὺσ ἐμοί, ὦ Ὑρκάνιοι, ἐθελουσίουσ τούτουσ ἐπισπομένουσ πάντασ ἀμέμπτουσ ποιεῖτε εἰσ δύναμιν. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 5 61:3)
  • ἐπειδὴ δ’ ἐκ Περσῶν βοηθὸσ ἡμῖν ὡρμήθησ, σχεδὸν αὖ ἑωρῶμεν τοὺσ φίλουσ σου πάντασ ἐθελουσίουσ συνεπομένουσ. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 1 32:3)
  • τῇ δὲ ὑστεραίᾳ τοὺσ ἐθελουσίουσ συμμάχουσ γενομένουσ ἀπέπεμπεν οἴκαδε ἑκάστουσ, πλὴν ὅσοι αὐτῶν οἰκεῖν ἐβούλοντο παρ’ αὐτῷ· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 4 33:1)
  • Μήτ’ οὖν ὑπομένειν πολιορκουμένων τρόπῳ διὰ τὴν ἔνδειαν τῶν ἐπιτηδείων δυνάμενοι μήτε φυγῆσ εὐπορίαν ὁρῶντεσ, ὅπλων τε σπανίζοντεσ εἰ καὶ μάχεσθαι δόξειεν αὐτοῖσ, ἐν ἐλπίδι τοῦ πάντωσ ἀπολεῖσθαι καθειστήκεσαν, εἰ μὴ παραδώσουσιν ἑαυτοὺσ τοῖσ Αἰγυπτίοισ ἐθελουσίουσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 2 410:1)

Synonyms

  1. voluntary

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION