헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐποπτεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐποπτεύω ἐποπτεύσω

형태분석: ἐπ (접두사) + ὀπτεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: e)po/pths

  1. 방문하다, 감시하다, 찾다, 보다, 살피다, 조심하다
  1. to look over, overlook, watch, to visit, punish
  2. to become an e)po/pths, be admitted to the highest mysteries, to attain to the highest earthly happiness

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐποπτεύω

(나는) 방문한다

ἐποπτεύεις

(너는) 방문한다

ἐποπτεύει

(그는) 방문한다

쌍수 ἐποπτεύετον

(너희 둘은) 방문한다

ἐποπτεύετον

(그 둘은) 방문한다

복수 ἐποπτεύομεν

(우리는) 방문한다

ἐποπτεύετε

(너희는) 방문한다

ἐποπτεύουσιν*

(그들은) 방문한다

접속법단수 ἐποπτεύω

(나는) 방문하자

ἐποπτεύῃς

(너는) 방문하자

ἐποπτεύῃ

(그는) 방문하자

쌍수 ἐποπτεύητον

(너희 둘은) 방문하자

ἐποπτεύητον

(그 둘은) 방문하자

복수 ἐποπτεύωμεν

(우리는) 방문하자

ἐποπτεύητε

(너희는) 방문하자

ἐποπτεύωσιν*

(그들은) 방문하자

기원법단수 ἐποπτεύοιμι

(나는) 방문하기를 (바라다)

ἐποπτεύοις

(너는) 방문하기를 (바라다)

ἐποπτεύοι

(그는) 방문하기를 (바라다)

쌍수 ἐποπτεύοιτον

(너희 둘은) 방문하기를 (바라다)

ἐποπτευοίτην

(그 둘은) 방문하기를 (바라다)

복수 ἐποπτεύοιμεν

(우리는) 방문하기를 (바라다)

ἐποπτεύοιτε

(너희는) 방문하기를 (바라다)

ἐποπτεύοιεν

(그들은) 방문하기를 (바라다)

명령법단수 ἐπόπτευε

(너는) 방문해라

ἐποπτευέτω

(그는) 방문해라

쌍수 ἐποπτεύετον

(너희 둘은) 방문해라

ἐποπτευέτων

(그 둘은) 방문해라

복수 ἐποπτεύετε

(너희는) 방문해라

ἐποπτευόντων, ἐποπτευέτωσαν

(그들은) 방문해라

부정사 ἐποπτεύειν

방문하는 것

분사 남성여성중성
ἐποπτευων

ἐποπτευοντος

ἐποπτευουσα

ἐποπτευουσης

ἐποπτευον

ἐποπτευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐποπτεύομαι

(나는) 방문된다

ἐποπτεύει, ἐποπτεύῃ

(너는) 방문된다

ἐποπτεύεται

(그는) 방문된다

쌍수 ἐποπτεύεσθον

(너희 둘은) 방문된다

ἐποπτεύεσθον

(그 둘은) 방문된다

복수 ἐποπτευόμεθα

(우리는) 방문된다

ἐποπτεύεσθε

(너희는) 방문된다

ἐποπτεύονται

(그들은) 방문된다

접속법단수 ἐποπτεύωμαι

(나는) 방문되자

ἐποπτεύῃ

(너는) 방문되자

ἐποπτεύηται

(그는) 방문되자

쌍수 ἐποπτεύησθον

(너희 둘은) 방문되자

ἐποπτεύησθον

(그 둘은) 방문되자

복수 ἐποπτευώμεθα

(우리는) 방문되자

ἐποπτεύησθε

(너희는) 방문되자

ἐποπτεύωνται

(그들은) 방문되자

기원법단수 ἐποπτευοίμην

(나는) 방문되기를 (바라다)

ἐποπτεύοιο

(너는) 방문되기를 (바라다)

ἐποπτεύοιτο

(그는) 방문되기를 (바라다)

쌍수 ἐποπτεύοισθον

(너희 둘은) 방문되기를 (바라다)

ἐποπτευοίσθην

(그 둘은) 방문되기를 (바라다)

복수 ἐποπτευοίμεθα

(우리는) 방문되기를 (바라다)

ἐποπτεύοισθε

(너희는) 방문되기를 (바라다)

ἐποπτεύοιντο

(그들은) 방문되기를 (바라다)

명령법단수 ἐποπτεύου

(너는) 방문되어라

ἐποπτευέσθω

(그는) 방문되어라

쌍수 ἐποπτεύεσθον

(너희 둘은) 방문되어라

ἐποπτευέσθων

(그 둘은) 방문되어라

복수 ἐποπτεύεσθε

(너희는) 방문되어라

ἐποπτευέσθων, ἐποπτευέσθωσαν

(그들은) 방문되어라

부정사 ἐποπτεύεσθαι

방문되는 것

분사 남성여성중성
ἐποπτευομενος

ἐποπτευομενου

ἐποπτευομενη

ἐποπτευομενης

ἐποπτευομενον

ἐποπτευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπῶπτευον

(나는) 방문하고 있었다

ἐπῶπτευες

(너는) 방문하고 있었다

ἐπῶπτευεν*

(그는) 방문하고 있었다

쌍수 ἐπώπτευετον

(너희 둘은) 방문하고 있었다

ἐπωπτεῦετην

(그 둘은) 방문하고 있었다

복수 ἐπώπτευομεν

(우리는) 방문하고 있었다

ἐπώπτευετε

(너희는) 방문하고 있었다

ἐπῶπτευον

(그들은) 방문하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπωπτεῦομην

(나는) 방문되고 있었다

ἐπώπτευου

(너는) 방문되고 있었다

ἐπώπτευετο

(그는) 방문되고 있었다

쌍수 ἐπώπτευεσθον

(너희 둘은) 방문되고 있었다

ἐπωπτεῦεσθην

(그 둘은) 방문되고 있었다

복수 ἐπωπτεῦομεθα

(우리는) 방문되고 있었다

ἐπώπτευεσθε

(너희는) 방문되고 있었다

ἐπώπτευοντο

(그들은) 방문되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τριηκάδα μηνὸσ ἀρίστην ἔργα τ’ ἐποπτεύειν ἠδ’ ἁρμαλιὴν δατέασθαι. (Hesiod, Works and Days, Book WD 93:2)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 93:2)

  • μἀλλ’ ἐποπτεύειν δοκῶ, ὅταν καταράσωμαι λάθρᾳ τῷ δεσπότῃ. (Aristophanes, Frogs, Episode7)

    (아리스토파네스, Frogs, Episode7)

  • πότερ’ οὖν τὸν Ἑρμῆν, ὡσ ὁ πατὴρ ἀπώλετο αὐτοῦ βιαίωσ ἐκ γυναικείασ χερὸσ δόλοισ λαθραίοισ, ταῦτ’ ἐποπτεύειν ἔφη; (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene26)

    (아리스토파네스, Frogs, Lyric-Scene26)

  • ὕστερον δὲ δὴ κατιὼν οἴκαδε δίων ἀδελφὼ δύο προσλαμβάνει Ἀθήνηθεν, οὐκ ἐκ φιλοσοφίασ γεγονότε φίλω, ἀλλ’ ἐκ τῆσ περιτρεχούσησ ἑταιρίασ ταύτησ τῆσ τῶν πλείστων φίλων, ἣν ἐκ τοῦ ξενίζειν τε καὶ μυεῖν καὶ ἐποπτεύειν πραγματεύονται, καὶ δὴ καὶ τούτω τὼ συγκαταγαγόντε αὐτὸν φίλω ἐκ τούτων τε καὶ ἐκ τῆσ πρὸσ τὴν κάθοδον ὑπηρεσίασ ἐγενέσθην ἑταίρω· (Plato, Epistles, Letter 7 67:4)

    (플라톤, Epistles, Letter 7 67:4)

  • ἐπώπτευον δὲ τοὐλάχιστον ἀπὸ τῶν μεγάλων ἐνιαυτὸν διαλείποντεσ. (Plutarch, Demetrius, chapter 26 1:3)

    (플루타르코스, Demetrius, chapter 26 1:3)

유의어

  1. 방문하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION