- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπόπτης?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: epoptēs 고전 발음: [에뽑떼:] 신약 발음: [애뽀]

기본형: ἐπόπτης ἐπόπτου

형태분석: ἐποπτ (어간) + ης (어미)

어원: ἐπόψομαι, fut. of ἐφοράω

  1. 구경군, 감독, 주교, 청취자
  1. an overseer, watcher, a spectator
  2. one admitted to the highest mysteries

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐπόπτης

구경군이

ἐπόπτα

구경군들이

ἐπόπται

구경군들이

속격 ἐπόπτου

구경군의

ἐπόπταιν

구경군들의

ἐποπτῶν

구경군들의

여격 ἐπόπτῃ

구경군에게

ἐπόπταιν

구경군들에게

ἐπόπταις

구경군들에게

대격 ἐπόπτην

구경군을

ἐπόπτα

구경군들을

ἐπόπτας

구경군들을

호격 ἐπόπτα

구경군아

ἐπόπτα

구경군들아

ἐπόπται

구경군들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • α καὶ γενηθεῖσα ἐπιφανής, ἐπικαλεσαμένη τῶν πάντων ἐπόπτην Θεὸν καὶ σωτῆρα, παρέλαβε τὰς δύο ἅβρας. καὶ τῇ μὲν μιᾷ ἐπηρείδετο ὡς τρυφερευομένη, ἡ δὲ ἑτέρα ἐπηκολούθει κουφίζουσα τὴν ἔνδυσιν αὐτῆς, (Septuagint, Liber Esther 5:2)

    (70인역 성경, 에스테르기 5:2)

  • αὐτὸς γὰρ ὁ τὴν κατοικίαν ἐπουράνιον ἔχων, ἐπόπτης ἐστὶ καὶ βοηθὸς ἐκείνου τοῦ τόπου καὶ τοὺς παραγινομένους ἐπὶ κακώσει τύπτων ἀπόλλυσι. (Septuagint, Liber Maccabees II 3:39)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 3:39)

  • οὕπω γὰρ τὴν τοῦ Παντοκράτορος ἐπόπτου Θεοῦ, κρίσιν ἐκπέφευγας. (Septuagint, Liber Maccabees II 7:35)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 7:35)

  • Ἐνταῦθα ὁ πάντων ἐπόπτης Θεὸς καὶ πρὸ πάντων ἅγιος ἐν ἁγίοις εἰσακούσας τῆς ἐνθέσμου λιτανείας, τὸν ὕβρει καὶ θράσει μεγάλως ἐπῃρμένον ἐμάστιξεν αὐτόν, (Septuagint, Liber Maccabees III 2:21)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 2:21)

  • περὶ δὲ τῆς ὑπὸ Ιἕρωνος τοῦ Συρακοσίου κατασκευασθείσης νεώς, ἧς καὶ Ἀρχιμήδης ἦν ὁ γεωμέτρης ἐπόπτης, οὐκ ἄξιον εἶναι κρίνω σιωπῆσαν, σύγγραμμα ἐκδόντος Μοσχίωνός τινος, ᾧ οὐ παρέργως ἐνέτυχον ὑπογυίως. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 401)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 401)

  • καὶ σὺ δὴ πόνων ἐμῶν ἥκεις ἐπόπτης· (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, anapests 1:3)

    (아이스킬로스, 결박된 프로메테우스, episode, anapests 1:3)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION