- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπίπονος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: epiponos 고전 발음: [에삐뽀노] 신약 발음: [애삐뽀노]

기본형: ἐπίπονος ἐπίπονον

형태분석: ἐπιπον (어간) + ος (어미)

  1. 힘드는, 괴로운, 아픈, 장황한, 지루한
  2. 장황한, 지루한, 힘드는
  1. painful, toilsome, laborious, a hard task
  2. laborious, patient of toil
  3. portending distress

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐπίπονος

힘드는 (이)가

ἐπίπονον

힘드는 (것)가

속격 ἐπιπόνου

힘드는 (이)의

ἐπιπόνου

힘드는 (것)의

여격 ἐπιπόνῳ

힘드는 (이)에게

ἐπιπόνῳ

힘드는 (것)에게

대격 ἐπίπονον

힘드는 (이)를

ἐπίπονον

힘드는 (것)를

호격 ἐπίπονε

힘드는 (이)야

ἐπίπονον

힘드는 (것)야

쌍수주/대/호 ἐπιπόνω

힘드는 (이)들이

ἐπιπόνω

힘드는 (것)들이

속/여 ἐπιπόνοιν

힘드는 (이)들의

ἐπιπόνοιν

힘드는 (것)들의

복수주격 ἐπίπονοι

힘드는 (이)들이

ἐπίπονα

힘드는 (것)들이

속격 ἐπιπόνων

힘드는 (이)들의

ἐπιπόνων

힘드는 (것)들의

여격 ἐπιπόνοις

힘드는 (이)들에게

ἐπιπόνοις

힘드는 (것)들에게

대격 ἐπιπόνους

힘드는 (이)들을

ἐπίπονα

힘드는 (것)들을

호격 ἐπίπονοι

힘드는 (이)들아

ἐπίπονα

힘드는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ ὀργῇ βαρείᾳ γεμίσας δυσσεβῆ φρένα παντὶ τῷ βάρει σὺν τοῖς θηρίοις ἐξώρμησε, βουλόμενος ἀτρώτῳ καρδίᾳ καὶ κόραις ὀφθαλμῶν θεάσασθαι τὴν ἐπίπονον καὶ ταλαίπωρον τῶν προσεσημαμμένων καταστροφήν. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:47)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 5:47)

  • μὴ μισήσῃς ἐπίπονον ἐργασίαν καὶ γεωργίαν ὑπὸ Ὑψίστου ἐκτισμένην. (Septuagint, Liber Sirach 7:15)

    (70인역 성경, Liber Sirach 7:15)

  • περὶ μὲν οὖν Σωστράτου ἐν ἄλλῳ βιβλίῳ γέγραπταί μοι καὶ δεδήλωται μέγεθός τε αὐτοῦ καὶ ἰσχύος ὑπερβολὴ καὶ ἡ ὕπαιθρος ἐν τῷ Παρνασσῷ δίαιτα, καὶ ἡ ἐπίπονος εὐνὴ καὶ τροφαὶ ὄρειοι καὶ ἔργα οὐκ ἀπῳδὰ τοῦ ὀνόματος ὅσα ἢ λῃστὰς αἴρων ἔπραξεν ἢ ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἢ γεφυρῶν τὰ δύσπορα. (Lucian, (no name) 1:2)

    (루키아노스, (no name) 1:2)

  • οὐ γὰρ μόνον τὰ κεφάλαια ταῦτα τῆς διοικήσεως, ὑετοὺς καὶ χαλάζας καὶ πνεύματα καὶ ἀστραπὰς αὐτὸς οἰκονομησάμενος καὶ διατάξας πέπαυμαι τῶν ἐπί μέρους φροντίδων ἀπηλλαγμένος, ἀλλά με δεῖ καὶ ταῦτα μὲν ποιεῖν ἀποβλέπειν δὲ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον ἁπανταχόσε καὶ πάντα ἐπισκοπεῖν ὥσπερ τὸν ἐν τῇ Νεμέᾳ βουκόλον, τοὺς κλέπτοντας, τοὺς ἐπιορκοῦντας, τοὺς θύοντας, εἴ τις ἔσπεισε, πόθεν ἡ κνῖσα καὶ ὁ καπνὸς ἀνέρχεται, τίς νοσῶν ἢ πλέων ἐκάλεσεν, καὶ τὸ πάντων ἐπιπονώτατον, ὑφ ἕνα καιρὸν ἐ`ν τε Ὀλυμπίᾳ τῇ ἑκατόμβῃ παρεῖναι καὶ ἐν Βαβυλῶνι τοὺς πολεμοῦντας ἐπισκοπεῖν καὶ ἐν Γέταις χαλαζᾶν καὶ ἐν Αἰθίοψιν εὐωχεῖσθαι. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 2:5)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 2:5)

  • ἐπίπονον γάρ τινα καὶ οὐκ εὔμοιρόν μοι δοκοῦσι βιοῦν τὸν βίον τοσαῦτα ἔχουσαι πράγματα, καὶ ὡς ἐοίκεν οὐ πάνυ οὐδὲ αὗται ὑπὸ χρηστῇ Εἱμαρμένῃ ἐγεννήθησαν. (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 19:5)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 19:5)

  • τίς οὖν ἐστιν οὕτως ἐπίπονος καὶ μετάβολος καὶ παντοδαπὸς ἄνθρωπος, ὥστε πολλοῖς ἑαυτὸν ἐξομοιοῦν καὶ προσαρμόττειν καὶ μὴ καταγελᾶν τοῦ Θεόγνιδος παραινοῦντος πουλύποδος νόον ἴσχε πολυχρόου, ὃς ποτὶ πέτρῃ, τῇ περ ὁμιλήσῃ, τοῖος ἰδεῖν ἐφάνη· (Plutarch, De amicorum multitudine, chapter, section 91)

    (플루타르코스, De amicorum multitudine, chapter, section 91)

  • ποτὶ καὶ ἐπίπονος ἡ νοῦσος σπασμοῖσι καὶ διαστροφῇσι μελέων τε καὶ ὄψιος, ἔτρεψε δέ κοτε καὶ γνώμην ἐς μανίην. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 26)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 26)

  • χρονίη μὲν ἡ τῆς νούσου φυὴ, μακρῷ κυΐσκεται χρόνῳ· βραχύβιος δὲ ὥνθρωπος, ἢν ἡ κατάστασις τελεσθῇ · ὀξείη γὰρ ἡ τηκεδὼν, ταχὺς δὲ ὁ θάνατος, ποτὶ καὶ βίος αἰσχρὸς καὶ ἐπίπονος· δίψος ἀκρατές · πολυποσίη ἀνισόμε τρος οὔροισι πολλοῖσι · πλεῖον γὰρ ἐκρεῖ τὸ οὖρον, καὶ οὐκ ἂν ἐπίσχοι τις αὐτέους, οὔτε πίνοντας οὔτε οὐρέοντας. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 49)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 49)

  • κάρτα γὰρ ἐπίπονος τῶν λίθων ἡ ἐς τὴν κύστιν ὁδοιπορίη. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 284)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 284)

유의어

  1. 힘드는

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION