- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπίδοξος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: epidoxos 고전 발음: [에삐독소] 신약 발음: [애삐독소]

기본형: ἐπίδοξος ἐπίδοξον

형태분석: ἐπιδοξ (어간) + ος (어미)

어원: δόξα

  1. 쉬운, 가능성 있음, 합리적, 그럴싸함
  1. likely or expected to do or be, likely to
  2. likely, probable, might be expected

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐπίδοξος

(이)가

ἐπίδοξον

(것)가

속격 ἐπιδόξου

(이)의

ἐπιδόξου

(것)의

여격 ἐπιδόξῳ

(이)에게

ἐπιδόξῳ

(것)에게

대격 ἐπίδοξον

(이)를

ἐπίδοξον

(것)를

호격 ἐπίδοξε

(이)야

ἐπίδοξον

(것)야

쌍수주/대/호 ἐπιδόξω

(이)들이

ἐπιδόξω

(것)들이

속/여 ἐπιδόξοιν

(이)들의

ἐπιδόξοιν

(것)들의

복수주격 ἐπίδοξοι

(이)들이

ἐπίδοξα

(것)들이

속격 ἐπιδόξων

(이)들의

ἐπιδόξων

(것)들의

여격 ἐπιδόξοις

(이)들에게

ἐπιδόξοις

(것)들에게

대격 ἐπιδόξους

(이)들을

ἐπίδοξα

(것)들을

호격 ἐπίδοξοι

(이)들아

ἐπίδοξα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • β ἦς τοὺς πόνους βασιλεῖς καὶ ἰδιῶται πρὸς ὑγίειαν προσφέρονται. ποθεινὴ δέ ἐστι πᾶσι καὶ ἐπίδοξος. (Septuagint, Liber Proverbiorum 6:10)

    (70인역 성경, 잠언 6:10)

  • τότε δὲ πολλῶν βοηθούντων ἐπίδοξος ἦν ὑπατεύσειν, ὑπατεύων δὲ καταλύσειν τὸν Γάιον, ἤδη τρόπον τινὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ μαραινομένης καὶ τοῦ δήμου μεστοῦ γεγονότος τῶν τοιούτων πολιτευμάτων διὰ τὸ πολλοὺς τοὺς πρὸς χάριν δημαγωγοῦντας εἶναι καὶ τὴν βουλὴν ὑπείκειν ἑκοῦσαν. (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 11 3:1)

    (플루타르코스, Caius Gracchus, chapter 11 3:1)

  • παρεῖσθαι δὲ τὴν ὑπὲρ τῶν τοιούτων τιμωρίαν συμβέβηκεν, ὦ ἄνδρες, οὐ διὰ ῥᾳθυμίαν τῶν τότε νομοθετούντων, ἀλλὰ διὰ τὸ μήτ ἐν τοῖς πρότερον χρόνοις γεγενῆσθαι τοιοῦτον μηδὲν μήτ ἐν τοῖς μέλλουσιν ἐπίδοξον εἶναι γενήσεσθαι. (Lycurgus, Speeches, 13:1)

    (리쿠르고스, 연설, 13:1)

  • ὁ δὲ Ἀγησίλαος εἰδὼς ἐρῶντα τὸν Ἀρχίδαμον οὐκ ἔπαυσεν ἦν γὰρ ὁ Κλεώνυμος εὐθὺς ἐκ παίδων ἐπίδοξος, εἴ τις καὶ ἄλλος, ἀνὴρ ἔσεσθαι σπουδαῖος. (Plutarch, Agesilaus, chapter 25 3:1)

    (플루타르코스, Agesilaus, chapter 25 3:1)

  • "ἦν γὰρ ὁ Γάλβας γελωτοποιός ἐν δ Ἄργει Νικόστρατος ἀντεπολιτεύσατο πρὸς Φάυλλον ἐπιδημήσαντος οὖν Φιλίππου τοῦ βασιλέως, ἐπίδοξος ἦν διὰ τῆς γυναικὸς ὁ Φάυλλος ἐκπρεποῦς οὔσης, εἰ συγγένοιτο τῷ Φιλίππῳ, διαπράξασθαί τινα δυναστείαν αὑτῷ καὶ ἀρχήν. (Plutarch, Amatorius, section 16 2:32)

    (플루타르코스, Amatorius, section 16 2:32)

  • καὶ ὁ περιγενόμενος ἐν τοῖς μάλιστα ἐπίδοξός ἐστι. (Plutarch, Instituta Laconica, section 40 1:1)

    (플루타르코스, Instituta Laconica, section 40 1:1)

유의어

  1. likely or expected to do or be

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION