헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπηρεάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπηρεάζω

형태분석: ἐπηρεάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from e)ph/reia

  1. to threaten abusively
  2. to deal despitefully with, act despitefully towards, to be insolent

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπηρεάζω

ἐπηρεάζεις

ἐπηρεάζει

쌍수 ἐπηρεάζετον

ἐπηρεάζετον

복수 ἐπηρεάζομεν

ἐπηρεάζετε

ἐπηρεάζουσιν*

접속법단수 ἐπηρεάζω

ἐπηρεάζῃς

ἐπηρεάζῃ

쌍수 ἐπηρεάζητον

ἐπηρεάζητον

복수 ἐπηρεάζωμεν

ἐπηρεάζητε

ἐπηρεάζωσιν*

기원법단수 ἐπηρεάζοιμι

ἐπηρεάζοις

ἐπηρεάζοι

쌍수 ἐπηρεάζοιτον

ἐπηρεαζοίτην

복수 ἐπηρεάζοιμεν

ἐπηρεάζοιτε

ἐπηρεάζοιεν

명령법단수 ἐπηρέαζε

ἐπηρεαζέτω

쌍수 ἐπηρεάζετον

ἐπηρεαζέτων

복수 ἐπηρεάζετε

ἐπηρεαζόντων, ἐπηρεαζέτωσαν

부정사 ἐπηρεάζειν

분사 남성여성중성
ἐπηρεαζων

ἐπηρεαζοντος

ἐπηρεαζουσα

ἐπηρεαζουσης

ἐπηρεαζον

ἐπηρεαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπηρεάζομαι

ἐπηρεάζει, ἐπηρεάζῃ

ἐπηρεάζεται

쌍수 ἐπηρεάζεσθον

ἐπηρεάζεσθον

복수 ἐπηρεαζόμεθα

ἐπηρεάζεσθε

ἐπηρεάζονται

접속법단수 ἐπηρεάζωμαι

ἐπηρεάζῃ

ἐπηρεάζηται

쌍수 ἐπηρεάζησθον

ἐπηρεάζησθον

복수 ἐπηρεαζώμεθα

ἐπηρεάζησθε

ἐπηρεάζωνται

기원법단수 ἐπηρεαζοίμην

ἐπηρεάζοιο

ἐπηρεάζοιτο

쌍수 ἐπηρεάζοισθον

ἐπηρεαζοίσθην

복수 ἐπηρεαζοίμεθα

ἐπηρεάζοισθε

ἐπηρεάζοιντο

명령법단수 ἐπηρεάζου

ἐπηρεαζέσθω

쌍수 ἐπηρεάζεσθον

ἐπηρεαζέσθων

복수 ἐπηρεάζεσθε

ἐπηρεαζέσθων, ἐπηρεαζέσθωσαν

부정사 ἐπηρεάζεσθαι

분사 남성여성중성
ἐπηρεαζομενος

ἐπηρεαζομενου

ἐπηρεαζομενη

ἐπηρεαζομενης

ἐπηρεαζομενον

ἐπηρεαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to threaten abusively

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION