Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπεμβαίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐπεμβαίνω ἐπεμβήσομαι ἐπενέβην

Structure: ἐπ (Prefix) + ἐμ (Prefix) + βαίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to step or tread upon, to stand upon
  2. to embark
  3. to trample upon
  4. to take advantage of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπεμβαίνω ἐπεμβαίνεις ἐπεμβαίνει
Dual ἐπεμβαίνετον ἐπεμβαίνετον
Plural ἐπεμβαίνομεν ἐπεμβαίνετε ἐπεμβαίνουσιν*
SubjunctiveSingular ἐπεμβαίνω ἐπεμβαίνῃς ἐπεμβαίνῃ
Dual ἐπεμβαίνητον ἐπεμβαίνητον
Plural ἐπεμβαίνωμεν ἐπεμβαίνητε ἐπεμβαίνωσιν*
OptativeSingular ἐπεμβαίνοιμι ἐπεμβαίνοις ἐπεμβαίνοι
Dual ἐπεμβαίνοιτον ἐπεμβαινοίτην
Plural ἐπεμβαίνοιμεν ἐπεμβαίνοιτε ἐπεμβαίνοιεν
ImperativeSingular ἐπεμβαίνε ἐπεμβαινέτω
Dual ἐπεμβαίνετον ἐπεμβαινέτων
Plural ἐπεμβαίνετε ἐπεμβαινόντων, ἐπεμβαινέτωσαν
Infinitive ἐπεμβαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐπεμβαινων ἐπεμβαινοντος ἐπεμβαινουσα ἐπεμβαινουσης ἐπεμβαινον ἐπεμβαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπεμβαίνομαι ἐπεμβαίνει, ἐπεμβαίνῃ ἐπεμβαίνεται
Dual ἐπεμβαίνεσθον ἐπεμβαίνεσθον
Plural ἐπεμβαινόμεθα ἐπεμβαίνεσθε ἐπεμβαίνονται
SubjunctiveSingular ἐπεμβαίνωμαι ἐπεμβαίνῃ ἐπεμβαίνηται
Dual ἐπεμβαίνησθον ἐπεμβαίνησθον
Plural ἐπεμβαινώμεθα ἐπεμβαίνησθε ἐπεμβαίνωνται
OptativeSingular ἐπεμβαινοίμην ἐπεμβαίνοιο ἐπεμβαίνοιτο
Dual ἐπεμβαίνοισθον ἐπεμβαινοίσθην
Plural ἐπεμβαινοίμεθα ἐπεμβαίνοισθε ἐπεμβαίνοιντο
ImperativeSingular ἐπεμβαίνου ἐπεμβαινέσθω
Dual ἐπεμβαίνεσθον ἐπεμβαινέσθων
Plural ἐπεμβαίνεσθε ἐπεμβαινέσθων, ἐπεμβαινέσθωσαν
Infinitive ἐπεμβαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐπεμβαινομενος ἐπεμβαινομενου ἐπεμβαινομενη ἐπεμβαινομενης ἐπεμβαινομενον ἐπεμβαινομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to step or tread upon

  2. to embark

  3. to trample upon

  4. to take advantage of

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION