헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπαινέτης

1군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπαινέτης ἐπαινέτου

형태분석: ἐπαινετ (어간) + ης (어미)

어원: from e)paine/w

  1. a commender, admirer

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ δέ τισ παραβαίνοι τι τῆσ ἀρχαίασ μουσικῆσ, οὐκ ἐπέτρεπον ἀλλὰ καὶ τὸν Τέρπανδρον ἀρχαϊκώτερον ὄντα καὶ ἄριστον τῶν καθ’ ἑαυτὸν κιθαρῳδῶν καὶ τῶν ἡρωικῶν πράξεων ἐπαινέτην, ὅμωσ οἱ ἔφοροι ἐζημίωσαν καὶ τὴν κιθάραν αὐτοῦ προσεπαττάλευσαν φέροντεσ, ὅτι μίαν μόνην χορδὴν ἐνέτεινε περισσοτέραν τοῦ ποικίλου τῆσ φωνῆσ χάριν μόνα γὰρ τὰ ἁπλούστερα τῶν μελῶν ἐδοκίμαζον. (Plutarch, Instituta Laconica, section 171)

    (플루타르코스, Instituta Laconica, section 171)

  • ἀλλὰ καὶ τὸν Τέρπανδρον ἀρχαϊκώτατον ὄντα καὶ ἄριστον τῶν καθ’ ἑαυτὸν κιθαρῳδῶν καὶ τῶν ἡρωικῶν πράξεων ἐπαινέτην, ὅμωσ οἱ ἔφοροι ἐζημίωσαν καὶ τὴν κιθάραν αὐτοῦ προσεπαττάλευσαν φέροντεσ, ὅτι μίαν μόνην χορδὴν ἐνέτεινε περισσοτέραν τοῦ ποικίλου τῆσ φωνῆσ χάριν μόνα γὰρ τὰ ἁπλούστερα τῶν μελῶν ἐδοκίμαζον. (Plutarch, Instituta Laconica, section 172)

    (플루타르코스, Instituta Laconica, section 172)

  • τοῦτον δὲ κοινῷ δόγματι παραλαβὼν ἐπὶ τιμωρίᾳ οὔτε κακῶσ διέθηκεν οὔτε ἐμέμψατο, συνδιαιτώμενον δὲ ἔχων ἀπέδειξεν ἐπαινέτην αὑτοῦ τε καὶ τῆσ διαίτησ ἣν εἶχε σὺν αὐτῷ, καὶ καθόλου τῆσ ἀγωγῆσ ἐραστήν. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 74)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 74)

  • τοῦτον δὲ κοινῷ δόγματι παραλαβὼν ἐπὶ τιμωρίᾳ οὔτε κακῶσ διέθηκεν οὔτε ἐμέμψατο, συνδιαιτώμενον δὲ ἔχων ἀπέδειξεν ἐπαινέτην αὑτοῦ τε καὶ τῆσ διαίτησ ἣν εἶχε σὺν αὐτῷ, καὶ καθόλου τῆσ ἀγωγῆσ ἐραστήν. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 7 1:2)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 7 1:2)

  • "Ἡσίοδον ἐννοῆσαὶ τι τοιοῦτον, οὐκ ἐπαινέτην ὄντα φειδοῦσ ἀεὶ καὶ πρὸσ τὰ λιτότατα τῶν ὄψων ὡσ ἥδιστα παρακαλεῖν ἡμᾶσ; (Plutarch, Septem sapientium convivium, chapter, section 14 10:1)

    (플루타르코스, Septem sapientium convivium, chapter, section 14 10:1)

유의어

  1. a commender

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION