헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐντείνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐντείνω ἐντενῶ ἐντέτακα

형태분석: ἐν (접두사) + τείν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 뻗다, 꿰다, 펴다, ~에 뻗다, 도달하다, 닿다
  2. 지키다, 막다, 두다
  3. 애쓰다, 끼치다, 켕기다, 행사하다, 잡아당기다, 뻗다, 발휘하다
  4. 노력하다, 힘쓰다, 수고하다
  5. ~에 접촉해 있다, 늘어뜨리다, 안으로 던지다
  1. to stretch or strain tight, is hung on tight-stretched straps, a, with the mooring-cables made taught, being braced up
  2. to stretch, tight, string, to string one's, ready strung
  3. to keep, taught
  4. to tie tight
  5. to strain, exert, pitching, high, on the stretch, eager
  6. to carry on vigorously
  7. to exert oneself, be vehement
  8. to stretch out at or against, on
  9. to put into verse

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐντείνω

ἐντείνεις

ἐντείνει

쌍수 ἐντείνετον

ἐντείνετον

복수 ἐντείνομεν

ἐντείνετε

ἐντείνουσιν*

접속법단수 ἐντείνω

ἐντείνῃς

ἐντείνῃ

쌍수 ἐντείνητον

ἐντείνητον

복수 ἐντείνωμεν

ἐντείνητε

ἐντείνωσιν*

기원법단수 ἐντείνοιμι

ἐντείνοις

ἐντείνοι

쌍수 ἐντείνοιτον

ἐντεινοίτην

복수 ἐντείνοιμεν

ἐντείνοιτε

ἐντείνοιεν

명령법단수 ἐντείνε

ἐντεινέτω

쌍수 ἐντείνετον

ἐντεινέτων

복수 ἐντείνετε

ἐντεινόντων, ἐντεινέτωσαν

부정사 ἐντείνειν

분사 남성여성중성
ἐντεινων

ἐντεινοντος

ἐντεινουσα

ἐντεινουσης

ἐντεινον

ἐντεινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐντείνομαι

ἐντείνει, ἐντείνῃ

ἐντείνεται

쌍수 ἐντείνεσθον

ἐντείνεσθον

복수 ἐντεινόμεθα

ἐντείνεσθε

ἐντείνονται

접속법단수 ἐντείνωμαι

ἐντείνῃ

ἐντείνηται

쌍수 ἐντείνησθον

ἐντείνησθον

복수 ἐντεινώμεθα

ἐντείνησθε

ἐντείνωνται

기원법단수 ἐντεινοίμην

ἐντείνοιο

ἐντείνοιτο

쌍수 ἐντείνοισθον

ἐντεινοίσθην

복수 ἐντεινοίμεθα

ἐντείνοισθε

ἐντείνοιντο

명령법단수 ἐντείνου

ἐντεινέσθω

쌍수 ἐντείνεσθον

ἐντεινέσθων

복수 ἐντείνεσθε

ἐντεινέσθων, ἐντεινέσθωσαν

부정사 ἐντείνεσθαι

분사 남성여성중성
ἐντεινομενος

ἐντεινομενου

ἐντεινομενη

ἐντεινομενης

ἐντεινομενον

ἐντεινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐντείνων ἐντενεῖσ τὸ τόξον σου ἐπὶ σκῆπτρα, λέγει Κύριοσ. . ποταμῶν ραγήσεται γῆ. (Septuagint, Prophetia Habacuc 3:9)

    (70인역 성경, 하바쿡서 3:9)

  • καθόλου δὲ τριῶν ὄντων, ὥσ φησι Θεόφραστοσ, ἐξ ὧν γίνεται τὸ μέγα καὶ σεμνὸν καὶ περιττὸν ἐν λέξει, τῆσ τε ἐκλογῆσ τῶν ὀνομάτων καὶ τῆσ ἐκ τούτων ἁρμονίασ καὶ τῶν περιλαμβανόντων αὐτὰ σχημάτων, ἐκλέγει μὲν εὖ πάνυ καὶ τὰ κράτιστα τῶν ὀνομάτων τίθησιν, ἁρμόττει δὲ αὐτὰ περιέργωσ, τὴν εὐφωνίαν ἐντείνων μουσικήν, σχηματίζει τε φορτικῶσ καὶ τὰ πολλὰ γίνεται ψυχρὸσ ἢ τῷ πόρρωθεν λαμβάνειν ἢ τῷ μὴ πρέποντα εἶναι τὰ σχήματα τοῖσ πράγμασι διὰ τὸ μὴ κρατεῖν τοῦ μετρίου. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 31)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 31)

  • παῖσ ὢν ἐτόλμησ’ εὐθὺσ οὐ πρὸσ ἡδονὰσ Μουσῶν τραπέσθαι πρὸσ τὸ μαλθακὸν βίου, ἀγροὺσ δὲ ναίων, σκληρὰ τῇ φύσει διδοὺσ ἔχαιρε πρὸσ τἀνδρεῖον, ἔσ τ’ ἄγρασ ἰὼν ἵπποισ τε χαίρων τόξα τ’ ἐντείνων χεροῖν, πόλει παρασχεῖν σῶμα χρήσιμον θέλων. (Euripides, Suppliants, episode 1:2)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 1:2)

유의어

  1. 뻗다

  2. to carry on vigorously

  3. 노력하다

  4. ~에 접촉해 있다

  5. to put into verse

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION