헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταδύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταδύω καταδύσομαι κατέδυν καταδέδυκα

형태분석: κατα (접두사) + δύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 지다, 가라앉다, 심다, 맞추다, 넘어가다, 주저앉다, 기울다, 잠기다
  2. 뛰어들다, 급락하다, 몰아넣다, 떨어지다, 추락하다
  3. 입다, 올려놓다, 바르다
  4. 자르다, 베다, 가르다, 썰다, 끊다
  1. to go down, sink, set, set, to be sunk, to be disabled, having popped down
  2. to go down into, plunge into, we will go down, to insinuate oneself, steal into
  3. to slink away and lie hid
  4. to get into, put on
  5. to make to sink, to cut, down to the water's edge, disable

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδύω

(나는) 진다

καταδύεις

(너는) 진다

καταδύει

(그는) 진다

쌍수 καταδύετον

(너희 둘은) 진다

καταδύετον

(그 둘은) 진다

복수 καταδύομεν

(우리는) 진다

καταδύετε

(너희는) 진다

καταδύουσιν*

(그들은) 진다

접속법단수 καταδύω

(나는) 지자

καταδύῃς

(너는) 지자

καταδύῃ

(그는) 지자

쌍수 καταδύητον

(너희 둘은) 지자

καταδύητον

(그 둘은) 지자

복수 καταδύωμεν

(우리는) 지자

καταδύητε

(너희는) 지자

καταδύωσιν*

(그들은) 지자

기원법단수 καταδύοιμι

(나는) 지기를 (바라다)

καταδύοις

(너는) 지기를 (바라다)

καταδύοι

(그는) 지기를 (바라다)

쌍수 καταδύοιτον

(너희 둘은) 지기를 (바라다)

καταδυοίτην

(그 둘은) 지기를 (바라다)

복수 καταδύοιμεν

(우리는) 지기를 (바라다)

καταδύοιτε

(너희는) 지기를 (바라다)

καταδύοιεν

(그들은) 지기를 (바라다)

명령법단수 καταδύε

(너는) 져라

καταδυέτω

(그는) 져라

쌍수 καταδύετον

(너희 둘은) 져라

καταδυέτων

(그 둘은) 져라

복수 καταδύετε

(너희는) 져라

καταδυόντων, καταδυέτωσαν

(그들은) 져라

부정사 καταδύειν

지는 것

분사 남성여성중성
καταδυων

καταδυοντος

καταδυουσα

καταδυουσης

καταδυον

καταδυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδύομαι

καταδύει, καταδύῃ

καταδύεται

쌍수 καταδύεσθον

καταδύεσθον

복수 καταδυόμεθα

καταδύεσθε

καταδύονται

접속법단수 καταδύωμαι

καταδύῃ

καταδύηται

쌍수 καταδύησθον

καταδύησθον

복수 καταδυώμεθα

καταδύησθε

καταδύωνται

기원법단수 καταδυοίμην

καταδύοιο

καταδύοιτο

쌍수 καταδύοισθον

καταδυοίσθην

복수 καταδυοίμεθα

καταδύοισθε

καταδύοιντο

명령법단수 καταδύου

καταδυέσθω

쌍수 καταδύεσθον

καταδυέσθων

복수 καταδύεσθε

καταδυέσθων, καταδυέσθωσαν

부정사 καταδύεσθαι

분사 남성여성중성
καταδυομενος

καταδυομενου

καταδυομενη

καταδυομενης

καταδυομενον

καταδυομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδύσομαι

(나는) 지겠다

καταδύσει, καταδύσῃ

(너는) 지겠다

καταδύσεται

(그는) 지겠다

쌍수 καταδύσεσθον

(너희 둘은) 지겠다

καταδύσεσθον

(그 둘은) 지겠다

복수 καταδυσόμεθα

(우리는) 지겠다

καταδύσεσθε

(너희는) 지겠다

καταδύσονται

(그들은) 지겠다

기원법단수 καταδυσοίμην

(나는) 지겠기를 (바라다)

καταδύσοιο

(너는) 지겠기를 (바라다)

καταδύσοιτο

(그는) 지겠기를 (바라다)

쌍수 καταδύσοισθον

(너희 둘은) 지겠기를 (바라다)

καταδυσοίσθην

(그 둘은) 지겠기를 (바라다)

복수 καταδυσοίμεθα

(우리는) 지겠기를 (바라다)

καταδύσοισθε

(너희는) 지겠기를 (바라다)

καταδύσοιντο

(그들은) 지겠기를 (바라다)

부정사 καταδύσεσθαι

질 것

분사 남성여성중성
καταδυσομενος

καταδυσομενου

καταδυσομενη

καταδυσομενης

καταδυσομενον

καταδυσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέδυον

(나는) 지고 있었다

κατέδυες

(너는) 지고 있었다

κατέδυεν*

(그는) 지고 있었다

쌍수 κατεδύετον

(너희 둘은) 지고 있었다

κατεδυέτην

(그 둘은) 지고 있었다

복수 κατεδύομεν

(우리는) 지고 있었다

κατεδύετε

(너희는) 지고 있었다

κατέδυον

(그들은) 지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεδυόμην

κατεδύου

κατεδύετο

쌍수 κατεδύεσθον

κατεδυέσθην

복수 κατεδυόμεθα

κατεδύεσθε

κατεδύοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τέλοσ δέ, ὡσ ὁ Πάρισ, ἐκ τῆσ μάχησ ἀποδρὰσ εἰσ τοὺσ ἐκείνησ κατεδύετο κόλπουσ· (Plutarch, Comparison of Demetrius and Antony, chapter 3 4:1)

    (플루타르코스, Comparison of Demetrius and Antony, chapter 3 4:1)

  • ἕτερον δ’ ἐστὶν εἶδοσ παιδιᾶσ τῆσ ἐν λεκάνῃ, αὕτη δ’ ὕδατοσ πληροῦται, ἐπινεῖ δὲ ἐπ’ αὐτῆσ ὀξύβαφα κενά, ἐφ’ ἃ βάλλοντεσ τὰσ λατάγασ ἐκ καρχησίων ἐπειρῶντο καταδύειν ἀνῃρεῖτο δὲ τὰ κοττάβια ὁ πλείω καταδύσασ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 61)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 61)

  • πολλαὶ μὲν οὖν ἀντίπρῳροι συνηράσσοντο ἀλλήλαισ, πολλαὶ δὲ καὶ ἐμβληθεῖσαι κατεδύοντο, αἱ δὲ συμπλεκόμεναι καρτερῶσ διηγωνίζοντο καὶ οὐ ῥᾳδίωσ ἀπελύοντο· (Lucian, Verae Historiae, book 1 41:2)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 41:2)

  • τέλοσ δὲ νικῶσιν οἱ τοῦ Αἰολοκενταύρου καὶ νήσουσ τῶν πολεμίων καταδύουσιν ἀμφὶ τὰσ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν καὶ ἄλλασ τρεῖσ λαμβάνουσιν αὐτοῖσ ἀνδράσιν αἱ δὲ λοιπαὶ πρύμναν κρουσάμεναι ἔφευγον. (Lucian, Verae Historiae, book 1 42:4)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 42:4)

  • ἀλλ’ ἐν Σπάρτῃ γυμναστικόσ, εὐτελήσ, σκυθρωπόσ, ἐν Ιὠνίᾳ χλιδανόσ, ἐπιτερπήσ, ῥᾴθυμοσ, ἐν Θράκῃ μεθυστικόσ, ἐν Θετταλοῖσ ἱππαστικόσ, Τισαφέρνῃ δὲ τῷ σατράπῃ συνὼν ὑπερέβαλεν ὄγκῳ καὶ πολυτελείᾳ τὴν Περσικὴν μεγαλοπρέπειαν, οὐχ αὑτὸν ἐξιστὰσ οὕτω ῥᾳδίωσ εἰσ ἕτερον ἐξ ἑτέρου τρόπον, οὐδὲ πᾶσαν δεχόμενοσ τῷ ἤθει μεταβολήν, ἀλλ’ ὅτι τῇ φύσει χρώμενοσ ἔμελλε λυπεῖν τοὺσ ἐντυγχάνοντασ, εἰσ πᾶν ἀεὶ τὸ πρόσφορον ἐκείνοισ σχῆμα καὶ πλάσμα κατεδύετο καὶ κατέφευγεν. (Plutarch, , chapter 23 5:1)

    (플루타르코스, , chapter 23 5:1)

유의어

  1. to slink away and lie hid

  2. 입다

  3. 자르다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION