Ancient Greek-English Dictionary Language

ἔνοπλος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἔνοπλος ἔνοπλον

Structure: ἐνοπλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: o(/plon

Sense

  1. in arms, armed
  2. with armed men within

Examples

  • κόρη ἔνοπλοσ; (Lucian, Dialogi deorum, 1:16)
  • οὐ γὰρ ἄδικον εἰσ ἀγῶνα τόνδ’ ἔνοπλοσ ὁρμᾷ παῖσ ὃσ μετέρχεται δόμουσ. (Euripides, Phoenissae, choral, antistrophe 23)
  • τάχα τισ Ἀργείων ἔνοπλοσ ὁρμήσασ ποδὶ βοηδρόμῳ μέλαθρα προσμείξει. (Euripides, episode, lyric4)
  • σὺ δὲ ὁ ἔνοπλοσ τί βούλει; (Lucian, Dialogi mortuorum, 11:2)
  • ναῦσ γάρ τισ Ἀττικὴ προσέπλει σιωπῇ τὸ πρῶτον, εἶτα κραυγῇ καὶ ἀλαλαγμῷ προσφερομένων εἷσ ἀνήρ ἔνοπλοσ ἐξαλλόμενοσ μετὰ βοῆσ ἔθει πρὸσ ἄκρον τὸ Σκιράδιον ἐκ γῆσ προσφερομένοισ. (Plutarch, , chapter 9 4:2)

Synonyms

  1. in arms

  2. with armed men within

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION