헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐμπελάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐμπελάζω ἐμπελάσω

형태분석: ἐμπελάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: e)n

  1. 접근하다, 다가가다, 다가오다, 도착하다
  2. 접근하다, 다가가다
  1. to bring near, to come near, approach
  2. to approach

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμπελάζω

(나는) 접근한다

ἐμπελάζεις

(너는) 접근한다

ἐμπελάζει

(그는) 접근한다

쌍수 ἐμπελάζετον

(너희 둘은) 접근한다

ἐμπελάζετον

(그 둘은) 접근한다

복수 ἐμπελάζομεν

(우리는) 접근한다

ἐμπελάζετε

(너희는) 접근한다

ἐμπελάζουσιν*

(그들은) 접근한다

접속법단수 ἐμπελάζω

(나는) 접근하자

ἐμπελάζῃς

(너는) 접근하자

ἐμπελάζῃ

(그는) 접근하자

쌍수 ἐμπελάζητον

(너희 둘은) 접근하자

ἐμπελάζητον

(그 둘은) 접근하자

복수 ἐμπελάζωμεν

(우리는) 접근하자

ἐμπελάζητε

(너희는) 접근하자

ἐμπελάζωσιν*

(그들은) 접근하자

기원법단수 ἐμπελάζοιμι

(나는) 접근하기를 (바라다)

ἐμπελάζοις

(너는) 접근하기를 (바라다)

ἐμπελάζοι

(그는) 접근하기를 (바라다)

쌍수 ἐμπελάζοιτον

(너희 둘은) 접근하기를 (바라다)

ἐμπελαζοίτην

(그 둘은) 접근하기를 (바라다)

복수 ἐμπελάζοιμεν

(우리는) 접근하기를 (바라다)

ἐμπελάζοιτε

(너희는) 접근하기를 (바라다)

ἐμπελάζοιεν

(그들은) 접근하기를 (바라다)

명령법단수 ἐμπέλαζε

(너는) 접근해라

ἐμπελαζέτω

(그는) 접근해라

쌍수 ἐμπελάζετον

(너희 둘은) 접근해라

ἐμπελαζέτων

(그 둘은) 접근해라

복수 ἐμπελάζετε

(너희는) 접근해라

ἐμπελαζόντων, ἐμπελαζέτωσαν

(그들은) 접근해라

부정사 ἐμπελάζειν

접근하는 것

분사 남성여성중성
ἐμπελαζων

ἐμπελαζοντος

ἐμπελαζουσα

ἐμπελαζουσης

ἐμπελαζον

ἐμπελαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμπελάζομαι

(나는) 접근된다

ἐμπελάζει, ἐμπελάζῃ

(너는) 접근된다

ἐμπελάζεται

(그는) 접근된다

쌍수 ἐμπελάζεσθον

(너희 둘은) 접근된다

ἐμπελάζεσθον

(그 둘은) 접근된다

복수 ἐμπελαζόμεθα

(우리는) 접근된다

ἐμπελάζεσθε

(너희는) 접근된다

ἐμπελάζονται

(그들은) 접근된다

접속법단수 ἐμπελάζωμαι

(나는) 접근되자

ἐμπελάζῃ

(너는) 접근되자

ἐμπελάζηται

(그는) 접근되자

쌍수 ἐμπελάζησθον

(너희 둘은) 접근되자

ἐμπελάζησθον

(그 둘은) 접근되자

복수 ἐμπελαζώμεθα

(우리는) 접근되자

ἐμπελάζησθε

(너희는) 접근되자

ἐμπελάζωνται

(그들은) 접근되자

기원법단수 ἐμπελαζοίμην

(나는) 접근되기를 (바라다)

ἐμπελάζοιο

(너는) 접근되기를 (바라다)

ἐμπελάζοιτο

(그는) 접근되기를 (바라다)

쌍수 ἐμπελάζοισθον

(너희 둘은) 접근되기를 (바라다)

ἐμπελαζοίσθην

(그 둘은) 접근되기를 (바라다)

복수 ἐμπελαζοίμεθα

(우리는) 접근되기를 (바라다)

ἐμπελάζοισθε

(너희는) 접근되기를 (바라다)

ἐμπελάζοιντο

(그들은) 접근되기를 (바라다)

명령법단수 ἐμπελάζου

(너는) 접근되어라

ἐμπελαζέσθω

(그는) 접근되어라

쌍수 ἐμπελάζεσθον

(너희 둘은) 접근되어라

ἐμπελαζέσθων

(그 둘은) 접근되어라

복수 ἐμπελάζεσθε

(너희는) 접근되어라

ἐμπελαζέσθων, ἐμπελαζέσθωσαν

(그들은) 접근되어라

부정사 ἐμπελάζεσθαι

접근되는 것

분사 남성여성중성
ἐμπελαζομενος

ἐμπελαζομενου

ἐμπελαζομενη

ἐμπελαζομενης

ἐμπελαζομενον

ἐμπελαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμπελάσω

(나는) 접근하겠다

ἐμπελάσεις

(너는) 접근하겠다

ἐμπελάσει

(그는) 접근하겠다

쌍수 ἐμπελάσετον

(너희 둘은) 접근하겠다

ἐμπελάσετον

(그 둘은) 접근하겠다

복수 ἐμπελάσομεν

(우리는) 접근하겠다

ἐμπελάσετε

(너희는) 접근하겠다

ἐμπελάσουσιν*

(그들은) 접근하겠다

기원법단수 ἐμπελάσοιμι

(나는) 접근하겠기를 (바라다)

ἐμπελάσοις

(너는) 접근하겠기를 (바라다)

ἐμπελάσοι

(그는) 접근하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐμπελάσοιτον

(너희 둘은) 접근하겠기를 (바라다)

ἐμπελασοίτην

(그 둘은) 접근하겠기를 (바라다)

복수 ἐμπελάσοιμεν

(우리는) 접근하겠기를 (바라다)

ἐμπελάσοιτε

(너희는) 접근하겠기를 (바라다)

ἐμπελάσοιεν

(그들은) 접근하겠기를 (바라다)

부정사 ἐμπελάσειν

접근할 것

분사 남성여성중성
ἐμπελασων

ἐμπελασοντος

ἐμπελασουσα

ἐμπελασουσης

ἐμπελασον

ἐμπελασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμπελάσομαι

(나는) 접근되겠다

ἐμπελάσει, ἐμπελάσῃ

(너는) 접근되겠다

ἐμπελάσεται

(그는) 접근되겠다

쌍수 ἐμπελάσεσθον

(너희 둘은) 접근되겠다

ἐμπελάσεσθον

(그 둘은) 접근되겠다

복수 ἐμπελασόμεθα

(우리는) 접근되겠다

ἐμπελάσεσθε

(너희는) 접근되겠다

ἐμπελάσονται

(그들은) 접근되겠다

기원법단수 ἐμπελασοίμην

(나는) 접근되겠기를 (바라다)

ἐμπελάσοιο

(너는) 접근되겠기를 (바라다)

ἐμπελάσοιτο

(그는) 접근되겠기를 (바라다)

쌍수 ἐμπελάσοισθον

(너희 둘은) 접근되겠기를 (바라다)

ἐμπελασοίσθην

(그 둘은) 접근되겠기를 (바라다)

복수 ἐμπελασοίμεθα

(우리는) 접근되겠기를 (바라다)

ἐμπελάσοισθε

(너희는) 접근되겠기를 (바라다)

ἐμπελάσοιντο

(그들은) 접근되겠기를 (바라다)

부정사 ἐμπελάσεσθαι

접근될 것

분사 남성여성중성
ἐμπελασομενος

ἐμπελασομενου

ἐμπελασομενη

ἐμπελασομενης

ἐμπελασομενον

ἐμπελασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠμπέλαζον

(나는) 접근하고 있었다

ἠμπέλαζες

(너는) 접근하고 있었다

ἠμπέλαζεν*

(그는) 접근하고 있었다

쌍수 ἠμπελάζετον

(너희 둘은) 접근하고 있었다

ἠμπελαζέτην

(그 둘은) 접근하고 있었다

복수 ἠμπελάζομεν

(우리는) 접근하고 있었다

ἠμπελάζετε

(너희는) 접근하고 있었다

ἠμπέλαζον

(그들은) 접근하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠμπελαζόμην

(나는) 접근되고 있었다

ἠμπελάζου

(너는) 접근되고 있었다

ἠμπελάζετο

(그는) 접근되고 있었다

쌍수 ἠμπελάζεσθον

(너희 둘은) 접근되고 있었다

ἠμπελαζέσθην

(그 둘은) 접근되고 있었다

복수 ἠμπελαζόμεθα

(우리는) 접근되고 있었다

ἠμπελάζεσθε

(너희는) 접근되고 있었다

ἠμπελάζοντο

(그들은) 접근되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 접근하다

  2. 접근하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION