- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐμός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: emos 고전 발음: [에모] 신약 발음: [애모]

기본형: ἐμός ἐμή ἐμόν

형태분석: ἐμ (어간) + ος (어미)

  1. 내, 나의
  1. mine, my

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἐμός

내 (이)가

ἐμή

내 (이)가

ἐμόν

내 (것)가

속격 ἐμοῦ

내 (이)의

ἐμῆς

내 (이)의

ἐμοῦ

내 (것)의

여격 ἐμῷ

내 (이)에게

ἐμῇ

내 (이)에게

ἐμῷ

내 (것)에게

대격 ἐμόν

내 (이)를

ἐμήν

내 (이)를

ἐμόν

내 (것)를

호격 ἐμέ

내 (이)야

ἐμή

내 (이)야

ἐμόν

내 (것)야

쌍수주/대/호 ἐμώ

내 (이)들이

ἐμά

내 (이)들이

ἐμώ

내 (것)들이

속/여 ἐμοῖν

내 (이)들의

ἐμαῖν

내 (이)들의

ἐμοῖν

내 (것)들의

복수주격 ἐμοί

내 (이)들이

ἐμαί

내 (이)들이

ἐμά

내 (것)들이

속격 ἐμῶν

내 (이)들의

ἐμῶν

내 (이)들의

ἐμῶν

내 (것)들의

여격 ἐμοῖς

내 (이)들에게

ἐμαῖς

내 (이)들에게

ἐμοῖς

내 (것)들에게

대격 ἐμούς

내 (이)들을

ἐμάς

내 (이)들을

ἐμά

내 (것)들을

호격 ἐμοί

내 (이)들아

ἐμαί

내 (이)들아

ἐμά

내 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἐμός

ἐμοῦ

내 (이)의

ἐμώτερος

ἐμωτεροῦ

더 내 (이)의

ἐμώτατος

ἐμωτατοῦ

가장 내 (이)의

부사 ἐμώς

ἐμώτερον

ἐμώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ δὴ οἶδα ὅτι ἐκ χειρός μου ἡ ἔλεγξίς ἐστι, καὶ ἡ χεὶρ αὐτοῦ βαρεῖα γέγονεν ἐπ᾿ ἐμῷ στεναγμῷ. (Septuagint, Liber Iob 23:2)

    (70인역 성경, 욥기 23:2)

  • ἐπὶ τῷ ἐμῷ ρήματι οὐ προσέθεντο, περιχαρεῖς δὲ ἐγίνοντο ὁπόταν αὐτοῖς ἐλάλουν. (Septuagint, Liber Iob 29:22)

    (70인역 성경, 욥기 29:22)

  • τὴν ὀργήν μου εἰς ἔθνος ἄνομον ἀποστελῶ καὶ τῷ ἐμῷ λαῷ συντάξω ποιῆσαι σκῦλα καὶ προνομὴν καὶ καταπατεῖν τὰς πόλεις καὶ θεῖναι αὐτὰς εἰς κονιορτόν. (Septuagint, Liber Isaiae 10:6)

    (70인역 성경, 이사야서 10:6)

  • τρὶς μὲν ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ τυπεὶς ἠρείσατο γαίῃ οὐταμένου σάκεος, τὸ δὲ τέτρατον ἤλασα μηρὸν παντὶ μένει σπεύδων, διὰ δὲ μέγα σαρκὸς ἄραξα. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 33:8)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 33:8)

  • νυνὶ δὲ κἀκεῖνο ἐννόησον, ὡς παντάπασιν ἄγνωμον ποιεῖς οὐκ ἐῶν με χρῆσθαι μετ ἐλευθερίας ἐμῷ κτήματι. (Lucian, Abdicatus, (no name) 24:2)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 24:2)

유의어

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION