Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐκπίμπλημι

-μι athematic Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐκπίμπλημι ἐκπλήσω

Structure: ἐκ (Prefix) + πίμπλᾱ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to fill up, to fill, full of
  2. to satiate
  3. to fulfil, paid the full penalty of
  4. to accomplish, complete

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐκπίμπλημι ἐκπίμπλης ἐκπίμπλησιν*
Dual ἐκπίμπλατον ἐκπίμπλατον
Plural ἐκπίμπλαμεν ἐκπίμπλατε ἐκπιμπλάᾱσιν*
SubjunctiveSingular ἐκπιμπλῶ ἐκπιμπλῇς ἐκπιμπλῇ
Dual ἐκπιμπλῆτον ἐκπιμπλῆτον
Plural ἐκπιμπλῶμεν ἐκπιμπλῆτε ἐκπιμπλῶσιν*
OptativeSingular ἐκπιμπλαίην ἐκπιμπλαίης ἐκπιμπλαίη
Dual ἐκπιμπλαίητον ἐκπιμπλαιήτην
Plural ἐκπιμπλαίημεν ἐκπιμπλαίητε ἐκπιμπλαίησαν
ImperativeSingular ἐκπίμπλᾱ ἐκπιμπλάτω
Dual ἐκπίμπλατον ἐκπιμπλάτων
Plural ἐκπίμπλατε ἐκπιμπλάντων
Infinitive ἐκπιμπλάναι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐκπιμπλᾱς ἐκπιμπλαντος ἐκπιμπλᾱσα ἐκπιμπλᾱσης ἐκπιμπλαν ἐκπιμπλαντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐκπίμπλαμαι ἐκπίμπλασαι ἐκπίμπλαται
Dual ἐκπίμπλασθον ἐκπίμπλασθον
Plural ἐκπιμπλάμεθα ἐκπίμπλασθε ἐκπίμπλανται
SubjunctiveSingular ἐκπιμπλῶμαι ἐκπιμπλῇ ἐκπιμπλῆται
Dual ἐκπιμπλῆσθον ἐκπιμπλῆσθον
Plural ἐκπιμπλώμεθα ἐκπιμπλῆσθε ἐκπιμπλῶνται
OptativeSingular ἐκπιμπλαίμην ἐκπιμπλαῖο ἐκπιμπλαῖτο
Dual ἐκπιμπλαῖσθον ἐκπιμπλαίσθην
Plural ἐκπιμπλαίμεθα ἐκπιμπλαῖσθε ἐκπιμπλαῖντο
ImperativeSingular ἐκπίμπλασο ἐκπιμπλάσθω
Dual ἐκπίμπλασθον ἐκπιμπλάσθων
Plural ἐκπίμπλασθε ἐκπιμπλάσθων
Infinitive ἐκπίμπλασθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐκπιμπλαμενος ἐκπιμπλαμενου ἐκπιμπλαμενη ἐκπιμπλαμενης ἐκπιμπλαμενον ἐκπιμπλαμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • βοὴ δὲ καὶ κωκυτὸσ ἦν ἀνὰ πτόλιν νέων γερόντων, ἱερά τ’ ἐξεπίμπλασαν φόβῳ. (Euripides, Suppliants, episode 1:25)
  • κοὐδεὶσ ὑπέστη, πεδία δ’ ἐξεπίμπλασαν φεύγοντεσ, ἔρρει δ’ αἷμα μυρίων νεκρῶν λόγχαισ πιτνόντων. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 8:7)
  • ὁπότε δὲ διάσχοιεν αἱ πλευραὶ τοῦ πλαισίου, τὸ μέσον ἂν ἐξεπίμπλασαν, εἰ μὲν στενότερον εἰή τὸ διέχον, κατὰ λόχουσ, εἰ δὲ πλατύτερον, κατὰ πεντηκοστῦσ, εἰ δὲ πάνυ πλατύ, κατ’ ἐνωμοτίασ· (Xenophon, Anabasis, , chapter 4 24:1)

Synonyms

  1. to fill up

  2. to satiate

  3. to accomplish

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION