헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰσπίπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰσπίπτω εἰσπεσοῦμαι εἰσέπεσον

형태분석: εἰς (접두사) + πίπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 빠지다
  2. 빠지다
  3. 공격하다, 습격하다, 기습하다
  1. to fall into, to rush or burst in
  2. to fall into, to be thrown
  3. to fall into a certain condition
  4. to fall upon, attack

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσπίπτω

(나는) 빠진다

εἰσπίπτεις

(너는) 빠진다

εἰσπίπτει

(그는) 빠진다

쌍수 εἰσπίπτετον

(너희 둘은) 빠진다

εἰσπίπτετον

(그 둘은) 빠진다

복수 εἰσπίπτομεν

(우리는) 빠진다

εἰσπίπτετε

(너희는) 빠진다

εἰσπίπτουσιν*

(그들은) 빠진다

접속법단수 εἰσπίπτω

(나는) 빠지자

εἰσπίπτῃς

(너는) 빠지자

εἰσπίπτῃ

(그는) 빠지자

쌍수 εἰσπίπτητον

(너희 둘은) 빠지자

εἰσπίπτητον

(그 둘은) 빠지자

복수 εἰσπίπτωμεν

(우리는) 빠지자

εἰσπίπτητε

(너희는) 빠지자

εἰσπίπτωσιν*

(그들은) 빠지자

기원법단수 εἰσπίπτοιμι

(나는) 빠지기를 (바라다)

εἰσπίπτοις

(너는) 빠지기를 (바라다)

εἰσπίπτοι

(그는) 빠지기를 (바라다)

쌍수 εἰσπίπτοιτον

(너희 둘은) 빠지기를 (바라다)

εἰσπιπτοίτην

(그 둘은) 빠지기를 (바라다)

복수 εἰσπίπτοιμεν

(우리는) 빠지기를 (바라다)

εἰσπίπτοιτε

(너희는) 빠지기를 (바라다)

εἰσπίπτοιεν

(그들은) 빠지기를 (바라다)

명령법단수 εἰσπίπτε

(너는) 빠져라

εἰσπιπτέτω

(그는) 빠져라

쌍수 εἰσπίπτετον

(너희 둘은) 빠져라

εἰσπιπτέτων

(그 둘은) 빠져라

복수 εἰσπίπτετε

(너희는) 빠져라

εἰσπιπτόντων, εἰσπιπτέτωσαν

(그들은) 빠져라

부정사 εἰσπίπτειν

빠지는 것

분사 남성여성중성
εἰσπιπτων

εἰσπιπτοντος

εἰσπιπτουσα

εἰσπιπτουσης

εἰσπιπτον

εἰσπιπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσπίπτομαι

(나는) 빠져진다

εἰσπίπτει, εἰσπίπτῃ

(너는) 빠져진다

εἰσπίπτεται

(그는) 빠져진다

쌍수 εἰσπίπτεσθον

(너희 둘은) 빠져진다

εἰσπίπτεσθον

(그 둘은) 빠져진다

복수 εἰσπιπτόμεθα

(우리는) 빠져진다

εἰσπίπτεσθε

(너희는) 빠져진다

εἰσπίπτονται

(그들은) 빠져진다

접속법단수 εἰσπίπτωμαι

(나는) 빠져지자

εἰσπίπτῃ

(너는) 빠져지자

εἰσπίπτηται

(그는) 빠져지자

쌍수 εἰσπίπτησθον

(너희 둘은) 빠져지자

εἰσπίπτησθον

(그 둘은) 빠져지자

복수 εἰσπιπτώμεθα

(우리는) 빠져지자

εἰσπίπτησθε

(너희는) 빠져지자

εἰσπίπτωνται

(그들은) 빠져지자

기원법단수 εἰσπιπτοίμην

(나는) 빠져지기를 (바라다)

εἰσπίπτοιο

(너는) 빠져지기를 (바라다)

εἰσπίπτοιτο

(그는) 빠져지기를 (바라다)

쌍수 εἰσπίπτοισθον

(너희 둘은) 빠져지기를 (바라다)

εἰσπιπτοίσθην

(그 둘은) 빠져지기를 (바라다)

복수 εἰσπιπτοίμεθα

(우리는) 빠져지기를 (바라다)

εἰσπίπτοισθε

(너희는) 빠져지기를 (바라다)

εἰσπίπτοιντο

(그들은) 빠져지기를 (바라다)

명령법단수 εἰσπίπτου

(너는) 빠져져라

εἰσπιπτέσθω

(그는) 빠져져라

쌍수 εἰσπίπτεσθον

(너희 둘은) 빠져져라

εἰσπιπτέσθων

(그 둘은) 빠져져라

복수 εἰσπίπτεσθε

(너희는) 빠져져라

εἰσπιπτέσθων, εἰσπιπτέσθωσαν

(그들은) 빠져져라

부정사 εἰσπίπτεσθαι

빠져지는 것

분사 남성여성중성
εἰσπιπτομενος

εἰσπιπτομενου

εἰσπιπτομενη

εἰσπιπτομενης

εἰσπιπτομενον

εἰσπιπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσέπιπτον

(나는) 빠지고 있었다

εἰσέπιπτες

(너는) 빠지고 있었다

εἰσέπιπτεν*

(그는) 빠지고 있었다

쌍수 εἰσεπίπτετον

(너희 둘은) 빠지고 있었다

εἰσεπιπτέτην

(그 둘은) 빠지고 있었다

복수 εἰσεπίπτομεν

(우리는) 빠지고 있었다

εἰσεπίπτετε

(너희는) 빠지고 있었다

εἰσέπιπτον

(그들은) 빠지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσεπιπτόμην

(나는) 빠져지고 있었다

εἰσεπίπτου

(너는) 빠져지고 있었다

εἰσεπίπτετο

(그는) 빠져지고 있었다

쌍수 εἰσεπίπτεσθον

(너희 둘은) 빠져지고 있었다

εἰσεπιπτέσθην

(그 둘은) 빠져지고 있었다

복수 εἰσεπιπτόμεθα

(우리는) 빠져지고 있었다

εἰσεπίπτεσθε

(너희는) 빠져지고 있었다

εἰσεπίπτοντο

(그들은) 빠져지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσέπεσον

(나는) 빠졌다

εἰσέπεσες

(너는) 빠졌다

εἰσέπεσεν*

(그는) 빠졌다

쌍수 εἰσεπέσετον

(너희 둘은) 빠졌다

εἰσεπεσέτην

(그 둘은) 빠졌다

복수 εἰσεπέσομεν

(우리는) 빠졌다

εἰσεπέσετε

(너희는) 빠졌다

εἰσέπεσον

(그들은) 빠졌다

명령법단수 εἰσπέσε

(너는) 빠졌어라

εἰσπεσέτω

(그는) 빠졌어라

쌍수 εἰσπέσετον

(너희 둘은) 빠졌어라

εἰσπεσέτων

(그 둘은) 빠졌어라

복수 εἰσπέσετε

(너희는) 빠졌어라

εἰσπεσόντων

(그들은) 빠졌어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ Ἀδύρμαχοσ ὡσ ἤκουσε τὴν ἐπιβουλήν, εἰσ μὲν τὸν Βόσπορον οὐκέτι ἦλθεν ‐ ἤδη γὰρ Εὐβίοτοσ ἦρχεν, ἐπικληθεὶσ ἐκ Σαυροματῶν, παρ’ οἷσ διέτριβεν ‐ εἰσ δὲ τὴν αὑτοῦ ἐπανελθὼν καὶ στρατιὰν πολλὴν συναγαγὼν διὰ τῆσ ὀρεινῆσ εἰσέβαλεν εἰσ τὴν Σκυθίαν καὶ ὁ Εὐβίοτοσ οὐ μετὰ πολὺ καὶ οὗτοσ εἰσέπεσεν ἄγων πανδημεὶ μὲν τοὺσ Ἕλληνασ, Ἀλανοὺσ δὲ καὶ Σαυρομάτασ ἐπικλήτουσ ἑκατέρουσ δισμυρίουσ. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 53:1)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 53:1)

  • ἔστω δὲ ὁ λόγοσ εἰσ τὰ τῆσ γνώμησ ἔτι τὸ εἰκόσι χρῆσθαι σεμνότητα καὶ ἀξίωμα ἔχοντα τὸν λόγον ἐργάζεται, ὥσπερ ἐν θαλάττῃ πνεῦμα ἀκατάστατον ὡσ ἂν τύχῃ κινούμενον, καὶ πάλιν ὥσπερ σκηπτὸσ ἢ χειμάρρουσ ἅπαν τοῦτο τὸ πρᾶγμα εἰσ τὴν πόλιν εἰσέπεσεν, καὶ ἑτέρωθι πάλιν ἐπεὶ ὅτι γε ὥσπερ περίοδοσ ἢ καταβολὴ πυρετοῦ ἢ ἄλλου τινὸσ κακοῦ καὶ τῷ πάνυ πόρρω δοκοῦντι νῦν ἀφεστάναι προσέρχεται οὐδεὶσ ἀγνοεῖ. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 15:3)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 15:3)

  • ὁ δ’ Ἀγαθοκλῆσ, ὁρῶν αὐτοὺσ ἀπαθῶσ ὡρμηκότασ πρὸσ τὸν κίνδυνον, περιστήσασ πανταχόθεν τὴν δύναμιν καὶ κατά τινα τόπον φαύλωσ ᾠκοδομημένον βιασάμενοσ εἰσέπεσεν εἰσ τὴν πόλιν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 55 1:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 55 1:1)

  • οὗτοσ γὰρ κατὰ τὴν πολιορκίαν πρῶτοσ βιασάμενοσ εἰσέπεσεν εἰσ τὴν πόλιν, Ἡρακλέουσ προσβαλόντοσ κατὰ τὸ καρτερώτατον μέροσ τοῦ τείχουσ τῆσ ἀκροπόλεωσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 4, chapter 32 5:3)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 4, chapter 32 5:3)

  • διόπερ οὗτοι μὲν προσεδέξαντο τοὺσ Ἀθηναίουσ ὡσ φίλουσ ὄντασ, ὁ δὲ Κίμων ἤδη νυκτὸσ ἐπιγενομένησ ἐκβιβάσασ τοὺσ στρατιώτασ, καὶ προσδεχθεὶσ ὡσ φίλοσ ὑπ’ αὐτῶν, εἰσέπεσεν εἰσ τὴν στρατοπεδείαν τῶν βαρβάρων. (Diodorus Siculus, Library, book xi, chapter 58 25:2)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xi, chapter 58 25:2)

유의어

  1. 빠지다

  2. 빠지다

  3. 공격하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION